ἰδιομήκης: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰδιομήκης]], -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («[[ιδιομήκης]] [[αριθμός]]» — ο [[αριθμός]] που [[είναι]] τέλειο [[τετράγωνο]] ενός ακέραιου αριθμού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. <i>επι</i>-<i>μήκης</i>, <i>ισο</i>-<i>μήκης</i>].
|mltxt=[[ἰδιομήκης]], -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («[[ιδιομήκης]] [[αριθμός]]» — ο [[αριθμός]] που [[είναι]] τέλειο [[τετράγωνο]] ενός ακέραιου αριθμού).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μήκης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μήκος]]), [[πρβλ]]. [[επιμήκης]], [[ισομήκης]]].
}}
}}

Revision as of 19:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰδῐομήκης Medium diacritics: ἰδιομήκης Low diacritics: ιδιομήκης Capitals: ΙΔΙΟΜΗΚΗΣ
Transliteration A: idiomḗkēs Transliteration B: idiomēkēs Transliteration C: idiomikis Beta Code: i)diomh/khs

English (LSJ)

ες, A of their own length, i.e. of the same length each way, of square numbers, Nicom.Ar.2.18.

German (Pape)

[Seite 1236] ες, von eigener Länge; von Zahlen, wie 4 = 2. 2, Nicom. arithm. 2, 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἰδιομήκης: -ες, ἐπὶ ἀριθμῶν διπλασιαζομένων, «οἱ τετράγωνοι ὡς γινόμενοι ὑπό τινων ἀριθμῶν μηκυνθέντων τῷ ἰδίῳ μήκει, ταὐτὸν ἔχοντες τὸ πλάτος τῷ μήκει, ἰδιομήκεις ἂν καὶ ταυτομήκεις λέγοιντο, ὡς δὶς δύο» Νικομ. Ἀριθμ. 2. 59.

Greek Monolingual

ἰδιομήκης, -ες (Α) αυτός που έχει τις διαστάσεις του ίσες («ιδιομήκης αριθμός» — ο αριθμός που είναι τέλειο τετράγωνο ενός ακέραιου αριθμού).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μήκης (< μήκος), πρβλ. επιμήκης, ισομήκης].