κονιορτόπους: Difference between revisions

From LSJ

κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονίπους]], -οδος, ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οἱ [[κονίποδες]]<br />α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα [[σκόνη]] («ἐκαλοῦν το δὲ [[κονίποδες]] ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) σανδάλια με [[στενά]] πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο [[μέρος]] τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο [[μέρος]] ήταν εκτεθειμένο στη [[σκόνη]] («οἱ δὲ [[κονίποδες]], [[λεπτὸν]] [[ὑπόδημα]] πρεσβυτικόν<br />τὸ δὲ [[κάττυμα]] κοῡφον, ὡς [[ἐγγὺς]] [[εἶναι]] τῆς κόνεως τὸν [[πόδα]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. <i>ελεφαντό</i>-[[πους]], <i>λεοντό</i>-[[πους]]].
|mltxt=[[κονίπους]], -οδος, ὁ (Α)<br /><b>συν. στον πληθ.</b> οἱ [[κονίποδες]]<br />α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα [[σκόνη]] («ἐκαλοῦν το δὲ [[κονίποδες]] ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) σανδάλια με [[στενά]] πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο [[μέρος]] τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο [[μέρος]] ήταν εκτεθειμένο στη [[σκόνη]] («οἱ δὲ [[κονίποδες]], [[λεπτὸν]] [[ὑπόδημα]] πρεσβυτικόν<br />τὸ δὲ [[κάττυμα]] κοῡφον, ὡς [[ἐγγὺς]] [[εἶναι]] τῆς κόνεως τὸν [[πόδα]]», <b>Πολυδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόνις]] <span style="color: red;">+</span> -[[πους]] (<span style="color: red;"><</span> [[πους]]), [[πρβλ]]. [[ελεφαντόπους]], [[λεοντόπους]]].
}}
}}

Revision as of 07:45, 24 August 2021

German (Pape)

[Seite 1481] ποδος, s. das Vorige.

Greek Monolingual

κονίπους, -οδος, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ κονίποδες
α) (ως ονομ. τών δούλων στην Επίδαυρο) αυτός που έχει τα πόδια γεμάτα σκόνη («ἐκαλοῦν το δὲ κονίποδες ώς συμβαλεῖν ἔστιν, ἀπὸ τῶν ποδῶν γνωριζόμενοι κεκονιμένων», Πλούτ.)
β) σανδάλια με στενά πέλματα που κάλυπταν μικρό μόνο μέρος τών ποδιών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος ήταν εκτεθειμένο στη σκόνη («οἱ δὲ κονίποδες, λεπτὸν ὑπόδημα πρεσβυτικόν
τὸ δὲ κάττυμα κοῡφον, ὡς ἐγγὺς εἶναι τῆς κόνεως τὸν πόδα», Πολυδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόνις + -πους (< πους), πρβλ. ελεφαντόπους, λεοντόπους].