Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κατσαρός: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κατσαρός]], -ή, -όν)<br />(για [[τρίχες]] και νήματα) [[σγουρός]] («κατσαρά μαλλιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατσαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για [[λαχανικά]]) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τρίχες]] κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κατσί]] «[[γατί]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]], [[πρβλ]]. <i>νε</i>-[[αρός]], <i>σθεν</i>-[[αρός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[ακανθηρός]]].
|mltxt=-ή, -ό (Μ [[κατσαρός]], -ή, -όν)<br />(για [[τρίχες]] και νήματα) [[σγουρός]] («κατσαρά μαλλιά»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κατσαρομάλλης]]<br /><b>2.</b> (για [[λαχανικά]]) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τρίχες]] κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[κατσί]] «[[γατί]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[αρός]], [[πρβλ]]. [[νεαρός]], [[σθεναρός]]. Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[ακανθηρός]]].
}}
}}

Latest revision as of 07:50, 24 August 2021

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κατσαρός, -ή, -όν)
(για τρίχες και νήματα) σγουρός («κατσαρά μαλλιά»)
νεοελλ.
1. κατσαρομάλλης
2. (για λαχανικά) αυτός που έχει συνεστραμμένα φύλλα
3. φρ. «τρίχες κατσαρές» — ανοησίες, ανούσιες κουβέντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < κατσί «γατί» + κατάλ. -αρός, πρβλ. νεαρός, σθεναρός. Κατ' άλλη άποψη < ακανθηρός].