μελανοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐδὲν γὰρ ἀνθρώποισιν οἷον ἄργυρος κακὸν νόμισμ' ἔβλαστε. τοῦτο καὶ πόλεις πορθεῖ, τόδ' ἄνδρας ἐξανίστησιν δόμων → Nothing has harmed humans more than the evil of money – money it is which destroys cities, money it is which drives people from their homes
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[μελανοπλόκαμος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[πλόκαμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), [[πρβλ]]. [[λιπαροπλόκαμος]], [[χρυσοπλόκαμος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:52, 24 August 2021
English (LSJ)
ον, A black-haired, Sch.Pi.O.6.46.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzlockig, Schol. Pind. P. 1, 3.
Greek (Liddell-Scott)
μελανοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων μέλανας πλοκάμους, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 46, κτλ.
Greek Monolingual
μελανοπλόκαμος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρους πλοκάμους, μαύρες πλεξίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + πλόκαμος (< πλέκω), πρβλ. λιπαροπλόκαμος, χρυσοπλόκαμος.