μεταγωγέας: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[μεταγωγεύς]], -έως)<br />[[μεταγωγός]], [[μεταφορέας]], αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] ή από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. <i>εξ</i>-[[αγωγεύς]], <i>προ</i>-[[αγωγεύς]]. Ο νεοελλ. τ. [[μεταγωγέας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ας</i>].
|mltxt=ο (ΑM [[μεταγωγεύς]], -έως)<br />[[μεταγωγός]], [[μεταφορέας]], αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]] ή από μια [[κατάσταση]] σε [[άλλη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] επιδέσμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀγωγός]]), [[πρβλ]]. [[εξαγωγεύς]], [[προαγωγεύς]]. Ο νεοελλ. τ. [[μεταγωγέας]] [[κατά]] τα αρσ. σε -<i>ας</i>].
}}
}}

Latest revision as of 08:00, 24 August 2021

Greek Monolingual

ο (ΑM μεταγωγεύς, -έως)
μεταγωγός, μεταφορέας, αυτός που οδηγεί ή μεταφέρει από έναν τόπο σε άλλο ή από μια κατάσταση σε άλλη
αρχ.
ονομασία επιδέσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἀγωγεύς (< ἀγωγός), πρβλ. εξαγωγεύς, προαγωγεύς. Ο νεοελλ. τ. μεταγωγέας κατά τα αρσ. σε -ας].