λαθροδήκτης: Difference between revisions
From LSJ
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (LSJ2 replacement) |
mNo edit summary |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαθροδήκτης]] και λαθροδάκτης, ὁ (Α)<br />αυτός που δαγκώνει ύπουλα, [[κρυφοδαγκανιάρης]] («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δήκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[λαθροδήκτης]] και [[λαθροδάκτης]], ὁ (Α)<br />αυτός που δαγκώνει ύπουλα, [[κρυφοδαγκανιάρης]] («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαθρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δήκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]]), [[πρβλ]]. [[θηριοδήκτης]]. Ο τ. [[λαθροδάκτης]] <span style="color: red;"><</span> [[λάθρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δάκτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]])].<br /> <b>(II)</b><br />ο<br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:42, 25 August 2021
English (LSJ)
v. λαθροδάκνης.
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, dasselbe, vom Hunde, B. A. 50, Erkl. von λάθαργος.
Greek Monolingual
(I)
λαθροδήκτης και λαθροδάκτης, ὁ (Α)
αυτός που δαγκώνει ύπουλα, κρυφοδαγκανιάρης («κύνες λυσσῶντες, λαθροδῆκται», Ιγνάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρ(ο)- + δήκτης < δάκνω), πρβλ. θηριοδήκτης. Ο τ. λαθροδάκτης < λάθρα + -δάκτης (< δάκνω)].
(II)
ο
ζωολ. γένος δηλητηριωδών αραχνιδίων της οικογένειας theridiidae.