μηλοκτόνος: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μηλοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[μητροκτόνος]].
|mltxt=[[μηλοκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει πρόβατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῆλον]] (II) «[[πρόβατο]]» <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[σκοτώνω]]»), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]].
}}
}}

Revision as of 10:06, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοκτόνος Medium diacritics: μηλοκτόνος Low diacritics: μηλοκτόνος Capitals: ΜΗΛΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: mēloktónos Transliteration B: mēloktonos Transliteration C: miloktonos Beta Code: mhlokto/nos

English (LSJ)

ον, A sheep-killing, Hsch. s.v. οἰσφάγῳ σιδήρῳ.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe tödtend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.

Greek Monolingual

μηλοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.