ταυροβόλος: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Ταυροβόλος</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταυροβόλος]] [[τελετή]]» — το [[ταυροβόλιον]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δισκο</i>-[[βόλος]].
|mltxt=ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους<br /><b>2.</b> <b>το θηλ.</b> <i>ἡ Ταυροβόλος</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ταυροβόλος]] [[τελετή]]» — το [[ταυροβόλιον]] <b>επιγρ.</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταῦρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]]), [[πρβλ]]. [[δισκοβόλος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ταυροβόλος Medium diacritics: ταυροβόλος Low diacritics: ταυροβόλος Capitals: ΤΑΥΡΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: taurobólos Transliteration B: taurobolos Transliteration C: tavrovolos Beta Code: taurobo/los

English (LSJ)

ον, A striking or slaughtering bulls, τελετὴ τ., = ταυροβόλιον, IG22.4841.3, 11, 14.1018, 1020.

German (Pape)

[Seite 1073] Stiere werfend, erlegend, τελετή, ein Stieropfer, zu Ehren des Atys, Ep. ad. 190. 191 (App. 164. 239).

Greek (Liddell-Scott)

ταυροβόλος: -ον, ὁ βάλλων, φονεύων ταύρους, τελετὴ τ., θυσία ταύρου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 164, 239.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
où l’on immole un taureau.
Étymologie: ταῦρος, βάλλω.

Greek Monolingual

ον, Α
1. αυτός που καταβάλλει, που φονεύει ταύρους
2. το θηλ. ἡ Ταυροβόλος
προσωνυμία της Αρτέμιδος και της Αθηνάς στην Άνδρο
3. φρ. «ταυροβόλος τελετή» — το ταυροβόλιον επιγρ..
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος.

Greek Monotonic

ταυροβόλος: -ον (βάλλω), φονιάς ταύρων, τελετὴ ταυροβόλος, θυσία ταύρου, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ταυροβόλος: убивающий быка: τ. τελετή Anth. принесение в жертву быка.

Middle Liddell

ταυρο-βόλος, ον, βάλλω
slaughtering bulls, τελετὴ τ. a sacrifice of a bull, Anth.