σκυτοτόμος: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη<br /><b>2.</b> [[υποδηματοποιός]] ή [[διορθωτής]] παλαιών [[υποδημάτων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκῡτος</i> «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>λίθο</i>-[[τόμος]].
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη<br /><b>2.</b> [[υποδηματοποιός]] ή [[διορθωτής]] παλαιών [[υποδημάτων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκῡτος</i> «κατεργασμένο [[δέρμα]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), [[πρβλ]]. [[λίθοτόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:24, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκῡτοτόμος Medium diacritics: σκυτοτόμος Low diacritics: σκυτοτόμος Capitals: ΣΚΥΤΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: skytotómos Transliteration B: skytotomos Transliteration C: skytotomos Beta Code: skuto/tomos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, A leather-cutter, worker in leather, Il.7.221, Pl.R.601c, X. Cyr.6.2.37, etc.; esp. shoemaker, cobbler, Ar.Eq.740, Lys.414, Pl. Grg.447d, al., IG22.2403 (Piraeus, iv B.C.).

German (Pape)

[Seite 909] Leder schneidend, bes. zu Schuhen; als subst. der Lederarbeiter, Riemer, Sattler, Schuster; Il. 7, 221; Ar. Equ. 737 Eccl. 385; Plat. Prot. 319 d Gorg. 447 d u. öfter; Xen. Cyr. 6, 2, 37.

Greek (Liddell-Scott)

σκῡτοτόμος: ὁ, (√ΤΕΜ, τέμνω) ὁ κόπτων δέρματα, ἐργαζόμενος εἰς δέρματα, Ἰλ. Η. 221, Πλάτ. Πολ. 601C, Ξεν., κλπ.· μάλιστα δὲ ὑποδηματοποιός, ἢ διορθωτὴς παλαιῶν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Ἱππ. 740, Λυσ. 414, Πλάτ. Γοργ. 447D, κ. ἀλλ.- Καθ’ Ἡσύχ.: «λωροτόμος, σκηνορράφος». - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 319.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
qui taille du cuir ; ὁ σκυτοτόμος :
1 ouvrier en cuir en gén.
2 cordonnier.
Étymologie: σκῦτος, τέμνω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
1. αυτός που τέμνει, που επεξεργάζεται δέρματα και κατασκευάζει δερμάτινα είδη
2. υποδηματοποιός ή διορθωτής παλαιών υποδημάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῡτος «κατεργασμένο δέρμα» + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. λίθοτόμος.

Greek Monotonic

σκῡτοτόμος: ὁ (τέμνω), αυτός που τεμαχίζει δέρματα, που εργάζεται στην κατεργασία δέρματος, σε Ομήρ. Ιλ., Ξεν. κ.λπ.· ιδίως υποδηματοποιός, μπαλωματής, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκυτοτόμος -ου, ὁ [σκῦτος, τέμνω] leersnijder, schoenmaker, schoenlapper.

Russian (Dvoretsky)

σκῡτοτόμος:
1) кожевник или шорник Hom., Xen., Plat.;
2) башмачник, сапожник Arph., Lys., Plat.

Middle Liddell

σκῡτο-τόμος, ὁ, τέμνω
a leather-cutter, a worker in leather, Il., Xen., etc.: esp. a shoemaker, cobbler, Ar.

English (Woodhouse)

leather-worker

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)