ἐποπτεία: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old

Source
m (Text replacement - "</span> ;" to "</span>;")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epopteia
|Transliteration C=epopteia
|Beta Code=e)poptei/a
|Beta Code=e)poptei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>26</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>757</span>; ἐ. τινός <b class="b2">initiation into.</b>., <span class="bibl">Mich.<span class="title">in EN</span> 603.34</span>; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐ. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>26p.481M.</span></span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[epopteia]], [[highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>26</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>757</span>; ἐποπτεία τινός [[initiation]] into.., <span class="bibl">Mich.<span class="title">in EN</span> 603.34</span>; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐποπτεία <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>26p.481M.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 06:36, 13 September 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτεία Medium diacritics: ἐποπτεία Low diacritics: εποπτεία Capitals: ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Transliteration A: epopteía Transliteration B: epopteia Transliteration C: epopteia Beta Code: e)poptei/a

English (LSJ)

ἡ, A epopteia, highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries, Plu.Demetr.26, Sch.Ar.Ra.757; ἐποπτεία τινός initiation into.., Mich.in EN 603.34; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐποπτεία Hierocl.in CA26p.481M.

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das Daraufhinsehen, Beschauen, in den eleusinischen Mysterien die höhere Weihe, Plut. Demetr. 26 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτεία: ἡ, ὁ τρίτος καὶ ἀνώτατος βαθμὸς μυήσεως ἐν τοῖς Ἐλευσινίοις μυστηρίοις, Πλουτ. Δημήτρ. 26· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
contemplation (des mystères), càd le plus haut degré d’initiation dans les mystères d’Éleusis.
Étymologie: ἐπόπτης.

Greek Monolingual

η (AM ἐποπτεία) εποπτεύω
νεοελλ.
επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης της επιχειρήσεως»)
μσν.- νεοελλ.
1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα»)
2. σαφής γνώση του συνόλου και τών επιμέρους στοιχείων κάποιου θέματος
αρχ.
(αξίωμα στα ελευσίνια μυστήρια) ο ανώτατος βαθμός, επιστασία («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», Πλούτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτεία: ἡ культ. «созерцание» (третья и высшая ступень посвященности в Элевсинские мистерии) Plut.