οίγω: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οἱ θεοὶ φιλοῦσιν ἀποθνήσκει νέος → he whom the gods love dies young, only the good die young

Source
(28)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἴγω]] και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («[[οἴξασα]] κληΐδα θύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἴγω]] [[στόμα]]» — [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, [[αρχίζω]] να [[μιλώ]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[μαρτυρία]] στα ομηρικά [[κείμενα]] τών τ. <i>ἀνέῳγον</i> και <i>ὠίγνυντο</i> παρουσιάζει [[πολλά]] προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. <i>ὀείγω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>[[F]]<i>είγω</i>), στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του οποίου ανάγεται το ομηρικό <i>ὠίγννυτο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>[[F]]<i>ιγνυται</i>, <i>ὠ</i>[[F]]<i>ίγνυτο</i>). Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], οι τ. <i>ἀναοίγεσκον</i>, <i>ἀνέῳγε</i>, <i>ἀνέῳξε</i> [[πρέπει]] να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. <i>ἀν</i>-<i>ο</i>-<i>Fείγεσκον</i>, <i>ἀν</i>-<i>όFειγε</i>, <i>ἀν</i>-<i>ό</i>-<i>Fειξε</i> (<b>πρβλ.</b> και [[επείγω]]), όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] [[πρόθεση]] ή [[πρόθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀ</i>-[ΙΙ]). Οι αττ. τ., [[πάντως]], <i>ἀνέῳγε</i>, <i>ἀνέῳξε</i> προϋποθέτουν θ. -<i>Fοιγ</i>- και [[αύξηση]] <i>ἠ</i>- ( <i>ἀν</i>-<i>η</i>-<i>Fοιγ</i>-) και ο [[τελικός]] [[σχηματισμός]] τους σε <i>αν</i>-<i>έ</i>-<i>ῳγ</i>- οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] τύπων όπως <i>ἐᾱγην</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηFᾰγ</i>-), <i>ἑᾱλων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηFᾰλ</i>-), <i>ἐώρων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηFορ</i>-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε [[ρίζα]] <i>Fειγ</i>-, <i>Fιγ</i>- [[εκτός]] από τα ελλ. [[οἴγω]], <i>ὀείγω</i> θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. <i>vijate</i>, <i>vejate</i> «[[απωθώ]], [[απομακρύνω]]» και <i>vega</i> «βίαιη [[κίνηση]]». Πολλοί [[μάλιστα]] πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών [[οἴγω]] / <i>οἴγνυμι</i> ήταν «ωθώ, [[σπρώχνω]]», από όπου «[[ανοίγω]] την πόρτα». Από τους τ. [[οἴγω]] και <i>οἴγνυμι</i> ο [[θεματικός]] ενεστ. [[οἴγω]] [[είναι]] αρχαιότερος. Το ρ. [[οἴγω]], [[τέλος]], εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την [[πρόθεση]] <i>ἀν</i>(<i>ά</i>). Βλ. και λ. [[ανοίγω]]].
|mltxt=[[οἴγω]] και [[ὀείγω]] και [[οἴγνυμι]] (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[ανοίγω]] («[[οἴξασα]] κληΐδα θύρας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[οἴγω]] [[στόμα]]» — [[ανοίγω]] το [[στόμα]] μου, [[αρχίζω]] να [[μιλώ]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η [[μαρτυρία]] στα ομηρικά [[κείμενα]] τών τ. <i>ἀνέῳγον</i> και <i>ὠίγνυντο</i> παρουσιάζει [[πολλά]] προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. <i>ὀείγω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>[[F]]<i>είγω</i>), στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] του οποίου ανάγεται το ομηρικό <i>ὠίγννυτο</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὀ</i>[[F]]<i>ιγνυται</i>, <i>ὠ</i>[[F]]<i>ίγνυτο</i>). Κατά την [[ίδια]] [[άποψη]], οι τ. <i>ἀναοίγεσκον</i>, <i>ἀνέῳγε</i>, <i>ἀνέῳξε</i> [[πρέπει]] να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. <i>ἀν</i>-<i>ο</i>-<i>Fείγεσκον</i>, <i>ἀν</i>-<i>όFειγε</i>, <i>ἀν</i>-<i>ό</i>-<i>Fειξε</i> (<b>πρβλ.</b> και [[επείγω]]), όπου το -<i>ο</i>- [[είναι]] [[πρόθεση]] ή [[πρόθημα]] (<b>πρβλ.</b> <i>ὀ</i>-[ΙΙ]). Οι αττ. τ., [[πάντως]], <i>ἀνέῳγε</i>, <i>ἀνέῳξε</i> προϋποθέτουν θ. -<i>Fοιγ</i>- και [[αύξηση]] <i>ἠ</i>- ( <i>ἀν</i>-<i>η</i>-<i>Fοιγ</i>-) και ο [[τελικός]] [[σχηματισμός]] τους σε <i>αν</i>-<i>έ</i>-<i>ῳγ</i>- οφείλεται πιθ. σε αναλογική [[επίδραση]] τύπων όπως <i>ἐᾱγην</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηFᾰγ</i>-), <i>ἑᾱλων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηFᾰλ</i>-), <i>ἐώρων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηFορ</i>-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε [[ρίζα]] <i>Fειγ</i>-, <i>Fιγ</i>- [[εκτός]] από τα ελλ. [[οἴγω]], <i>ὀείγω</i> θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. <i>vijate</i>, <i>vejate</i> «[[απωθώ]], [[απομακρύνω]]» και <i>vega</i> «βίαιη [[κίνηση]]». Πολλοί [[μάλιστα]] πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών [[οἴγω]] / <i>οἴγνυμι</i> ήταν «ωθώ, [[σπρώχνω]]», από όπου «[[ανοίγω]] την πόρτα». Από τους τ. [[οἴγω]] και <i>οἴγνυμι</i> ο [[θεματικός]] ενεστ. [[οἴγω]] [[είναι]] αρχαιότερος. Το ρ. [[οἴγω]], [[τέλος]], εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την [[πρόθεση]] <i>ἀν</i>(<i>ά</i>). Βλ. και λ. [[ανοίγω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:34, 2 January 2022

Greek Monolingual

οἴγω και ὀείγω και οἴγνυμι (Α)
(ποιητ. τ.)
1. ανοίγωοἴξασα κληΐδα θύρας», Ομ. Ιλ.)
2. φρ. «οἴγω στόμα» — ανοίγω το στόμα μου, αρχίζω να μιλώ (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η μαρτυρία στα ομηρικά κείμενα τών τ. ἀνέῳγον και ὠίγνυντο παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πολλοί θεωρούν αρχικό τ. το λεσβ. ὀείγω (< Fείγω), στη μηδενισμένη βαθμίδα του οποίου ανάγεται το ομηρικό ὠίγννυτο (< Fιγνυται, Fίγνυτο). Κατά την ίδια άποψη, οι τ. ἀναοίγεσκον, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε πρέπει να αναχθούν σε αμάρτυρους αρχικούς τ. ἀν-ο-Fείγεσκον, ἀν-όFειγε, ἀν-ό-Fειξε (πρβλ. και επείγω), όπου το -ο- είναι πρόθεση ή πρόθημα (πρβλ. -[ΙΙ]). Οι αττ. τ., πάντως, ἀνέῳγε, ἀνέῳξε προϋποθέτουν θ. -Fοιγ- και αύξηση - ( ἀν-η-Fοιγ-) και ο τελικός σχηματισμός τους σε αν-έ-ῳγ- οφείλεται πιθ. σε αναλογική επίδραση τύπων όπως ἐᾱγην (< ηFᾰγ-), ἑᾱλων (< ηFᾰλ-), ἐώρων (< ηFορ-), που προέρχονται από αντιμεταχωρηση. Σε ρίζα Fειγ-, Fιγ- εκτός από τα ελλ. οἴγω, ὀείγω θα μπορούσαν να αναχθούν τα αρχ. ινδ. vijate, vejate «απωθώ, απομακρύνω» και vega «βίαιη κίνηση». Πολλοί μάλιστα πιστεύουν ότι η αρχική σημ. τών οἴγω / οἴγνυμι ήταν «ωθώ, σπρώχνω», από όπου «ανοίγω την πόρτα». Από τους τ. οἴγω και οἴγνυμι ο θεματικός ενεστ. οἴγω είναι αρχαιότερος. Το ρ. οἴγω, τέλος, εμφανίζεται συχνότερα συνθ. με την πρόθεση ἀν(ά). Βλ. και λ. ανοίγω].