ἐξαυτομολέω: Difference between revisions

From LSJ

πάντες γὰρ οἱ λαβόντες μάχαιραν ἐν μαχαίρῃ ἀπολοῦνται → all they that take the sword shall perish with the sword

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " ," to ",")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαυτομολέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i> , [[αυτομολώ]], [[λιποτακτώ]] από [[κάπου]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''ἐξαυτομολέω:''' μέλ. <i>—ήσω</i>, [[αυτομολώ]], [[λιποτακτώ]] από [[κάπου]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:15, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαυτομολέω Medium diacritics: ἐξαυτομολέω Low diacritics: εξαυτομολέω Capitals: ΕΞΑΥΤΟΜΟΛΕΩ
Transliteration A: exautomoléō Transliteration B: exautomoleō Transliteration C: eksaftomoleo Beta Code: e)cautomole/w

English (LSJ)

A desert from a place, πρός τινα Ar.Nu.1104. II Pass., to be betrayed by deserters, τὸ σύνθημα Aen.Tact.24.16.

German (Pape)

[Seite 874] verstärktes simplex, Ar. Nubb. 1088 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαυτομολέω: αὐτομολῶ ἔκ τινος τόπου, ἐξαυτομολῶ πρὸς ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 1104. ΙΙ. Παθ., προδίδομαι ὑπ’ αὐτομολησάντων, οὕτω γὰρ ἂν ἥκιστα... ἐξαυτομολοῖτο τὸ σύνθημα Αἰτ. Τακτ. 24.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
déserter à l’ennemi.
Étymologie: ἐξ, αὐτομολέω.

Greek Monotonic

ἐξαυτομολέω: μέλ. —ήσω, αυτομολώ, λιποτακτώ από κάπου, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαυτομολέω: перебегать, переходить (πρός τινα Arph.; ирон. εἰς χεῖρας καλῆς γυναικός Plut.).

Middle Liddell

fut. ήσω
to desert from a place, Ar.