ἐπισταθμία: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0982.png Seite 982]] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι [[παρά]] τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v. l. ist oft [[ἐπισταθμεία]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0982.png Seite 982]] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι [[παρά]] τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; [[varia lectio|v.l.]] ist oft [[ἐπισταθμεία]].
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 12:20, 9 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισταθμία Medium diacritics: ἐπισταθμία Low diacritics: επισταθμία Capitals: ΕΠΙΣΤΑΘΜΙΑ
Transliteration A: epistathmía Transliteration B: epistathmia Transliteration C: epistathmia Beta Code: e)pistaqmi/a

English (LSJ)

v. ἐπισταθμεία.

German (Pape)

[Seite 982] ἡ, das Einkehren in ein Quartier, ποιεῖσθαι παρά τινι, sich einquartieren, D. Sic. 17, 47; die Einquartierung od. Verpflichtung, Einquartierung zu nehmen, Plut. Sert. 6 u. a. Sp.; v.l. ist oft ἐπισταθμεία.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισταθμία: ἡ, κατάλυμα, ἐπ. ποιεῖσθαι παρά τινι, καταλύειν παρά τινι, Διόδ. 17. 47 (διάφ. γραφ. -είαν), πρβλ. Ἐκλογ. 603. 92 καὶ 96. ΙΙ. ὑποχρέωσις τοῦ παρέχειν κατάλυμα εἴς τινα, κυρίως εἰς στρατιώτην, μάλιστα δὲ τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξας ἠγαπήθη, «τῆς ἀνάγκης τοῦ οἴκησιν καὶ τροφὴν παρέχειν τοῖς στρατιώταις· τοῦτο γὰρ ἐσήμαινον αἱ ἐπισταθμίαι, ὃ παρὰ τοῖς Τούρκοις τὰ καλούμενα κονάκια» Κοραῆς (τ. 4. σ. 330), Πλουτ. Σερτώρ. 6, Κικ. Ἀττ. 13. 52, 2.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 logement militaire, quartier;
2 obligation de loger (des militaires, certains personnages, etc.).
Étymologie: ἐπίσταθμος.

Greek Monolingual

η (AM ἐπισταθμία
Α και ἐπισταθμεία) επίσταθμος
κατάλυμα
νεοελλ.
η παραμονή στρατιωτικού σώματος σε στεγασμένους χώρους κατά τη διάρκεια πορείας
αρχ.
υποχρέωση παροχής καταλύματος σε στρατιώτη.

Greek Monotonic

ἐπισταθμία: ἡ, υποχρέωση παροχής καταλύματος σε κάποιον, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισταθμία:
1) расквартирование, постой (ἐπισταθμίαν ποιεῖσθαι παρά τινι Diod.);
2) постойная повинность (τῶν ἐπισταθμιῶν ἀπαλλάξαι Plut.).

Middle Liddell

ἐπισταθμία, ἡ,
a liability to have persons quartered on one, Plut.