συνεξανύω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "v.l. " to "v.l. ")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=syneksanyo
|Transliteration C=syneksanyo
|Beta Code=sunecanu/w
|Beta Code=sunecanu/w
|Definition=<span class="bibl">D.Chr.12.43</span>, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.2.2</span>, Plu. 2.137d,298a:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accomplish together]], D.Chr.l.c.; [[join in achievement]], Plu.2.137d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[equal in running]], ib.298a; [[reach safety together with]], c. dat., J.l.c. (v.l. [[-ανοίγειν]]).</span>
|Definition=<span class="bibl">D.Chr.12.43</span>, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span>5.2.2</span>, Plu. 2.137d,298a:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[accomplish together]], D.Chr.l.c.; [[join in achievement]], Plu.2.137d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[equal in running]], ib.298a; [[reach safety together with]], c. dat., J.l.c. ([[varia lectio|v.l.]] [[-ανοίγειν]]).</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 18:50, 11 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεξᾰνύω Medium diacritics: συνεξανύω Low diacritics: συνεξανύω Capitals: ΣΥΝΕΞΑΝΥΩ
Transliteration A: synexanýō Transliteration B: synexanyō Transliteration C: syneksanyo Beta Code: sunecanu/w

English (LSJ)

D.Chr.12.43, also συνεξ-ᾰνύτω [ῠ], J.BJ5.2.2, Plu. 2.137d,298a:—A accomplish together, D.Chr.l.c.; join in achievement, Plu.2.137d. II equal in running, ib.298a; reach safety together with, c. dat., J.l.c. (v.l. -ανοίγειν).

Greek (Liddell-Scott)

συνεξᾰνύω: Ἀττ. -ανύτω [ᾰ], ἀνύτω, ἐκτελῶ, φέρω εἰς πέρας ὁμοῦ, Δίων Χρυσ. 1. 395. ΙΙ. καταφθάνω ἢ εἶμαι ἴσος ἐν τῷ δρόμῳ, Πλούτ. 2. 137C, 298Α.

French (Bailly abrégé)

c. συνεξανύτω.

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].

Greek Monolingual

και συνεξανύτω Α
1. φέρνω εις πέρας, αποπερατώνω, τελειώνω
2. συμβάλλω στην εκτέλεση κάποιου έργου («προσβιαζόμενοι θνητὸν ἀθανάτῳ καὶ γηγενὲς Ὀλυμπίῳ συνεξαμιλλᾱσθαι καὶ συνεξανύτειν», Πλούτ.)
3. διατρέχω το ίδιο διάστημα με κάποιον, είμαι ίσος στον δρόμο
4. (δ. γρφ. στον Ιώσ. αντί συνεξανοίγω) φθάνω σώος μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξανύω «φέρνω σε πέρας, ολοκληρώνω»].