προσωφελέω: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")
m (Text replacement - "Ἡρακλ" to "Ἡρακλ")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προσωφελέω''': βοηθῶ, ὠφελῶ [[προσέτι]], συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 34· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὡς τὸ [[ἐπωφελέω]], Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, [[Ἡρακλ]]. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ [[βραχίων]] τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι [[πρός]]…, [[αὐτόθι]].
|lstext='''προσωφελέω''': βοηθῶ, ὠφελῶ [[προσέτι]], συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· [[ὡσαύτως]] μετὰ δοτ., ὡς τὸ [[ἐπωφελέω]], Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ [[βραχίων]] τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι [[πρός]]…, [[αὐτόθι]].
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 16:55, 14 January 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσωφελέω Medium diacritics: προσωφελέω Low diacritics: προσωφελέω Capitals: ΠΡΟΣΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: prosōpheléō Transliteration B: prosōpheleō Transliteration C: prosofeleo Beta Code: proswfele/w

English (LSJ)

A help, assist besides, contribute to assist, τινας Hdt.9.68; σε PSI4.400.5 (iii B.C.): c. dat., Hdt.9.103, E.Alc.41, Heracl. 330: abs., ib.34, D.H.8.74; μέγα π. ἐς τὸ εὔσαρκον contribute to it, Hp.Art.53:—Pass., ὁ βραχίων τι προσωφελεῖται ἐς εὐσαρκίην gains something towards it, ibid.

German (Pape)

[Seite 790] dazu, dabei, mit helfen, beistehen; τοῖς ἀμηχάνοις, Eur. Heracl. 331; Alc. 42 u. öfter; bes. im Kriege Beistand leisten, τοῖς Ἕλλησι, Her. 9, 103; aber τοὺς φεύγοντας 9, 68; προσωφελητέον, Xen. Ages. 12; Folgde, wie Arr. An. 1, 8; D. Hal. 8, 74, im Kriege Hülfe leisten.

Greek (Liddell-Scott)

προσωφελέω: βοηθῶ, ὠφελῶ προσέτι, συντελῶ πρὸς βοήθειάν τινος, τινα Ἡρόδ. 9. 68, Εὐρ. Ἡρακλ. 34· ὡσαύτως μετὰ δοτ., ὡς τὸ ἐπωφελέω, Ἡρόδ. 9. 103, Εὐρ. Ἄλκ. 41, Ἡρακλ. 330· ἀπολ., Διον. Ἁλ. 8. 74· προσωφελῶ ἐς τὸ εὔσαρκον, συντελῶ, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 821· καὶ ἐν τῷ παθ., ὁ βραχίων τι προσωφελέεται ἐς εὐσαρκίην, κερδαίνει τι πρός…, αὐτόθι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir en aide à, τινι ; en parl. de guerre venir au secours de, τινι.
Étymologie: πρός, ὠφελέω.

Greek Monotonic

προσωφελέω: μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

προσωφελέω: приходить на помощь, помогать (τινα и τινι Her., Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ωφελέω meehelpen, assisteren, met acc. of dat.

Middle Liddell

fut. ήσω
to help or assist besides, contribute to assist, τινά Hdt., Eur.; also c. dat., like ἐπωφελέω, Hdt., Eur.