επιμένω: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "ἡμεῑς" to "ἡμεῖς")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιμένω]]) [[μένω]]<br />[[μένω]] [[σταθερός]], [[εξακολουθώ]] να [[υποστηρίζω]] τη [[γνώμη]] μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῑς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπομένω]], [[καρτερώ]] (α. για το Χριστό<br />«σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «[[ἔμπης]] οὖν ἐπιμεῑναι ἐς [[αὔριον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], [[παραμένω]] [[ζωντανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[στέκομαι]] [[κάπου]] («τὸν [[πηλόν]]... ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξοδεύω]] τον χρόνο μου για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[μένω]] [[πιστός]] («[[μάλα]] ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[διαρκώ]], [[αντέχω]]<br /><b>7.</b> [[περιμένω]] («τίς ἄρα [[πότμος]] ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾱσδε γᾱς ἄνακτα;», <b>Ευρ.</b>).
|mltxt=(AM [[ἐπιμένω]]) [[μένω]]<br />[[μένω]] [[σταθερός]], [[εξακολουθώ]] να [[υποστηρίζω]] τη [[γνώμη]] μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῖς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπομένω]], [[καρτερώ]] (α. για το Χριστό<br />«σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «[[ἔμπης]] οὖν ἐπιμεῖναι ἐς [[αὔριον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>μσν.</b><br />[[εξακολουθώ]] να [[υπάρχω]], [[παραμένω]] [[ζωντανός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] σ’ έναν [[τόπο]] («ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει», Ανδοκ.)<br /><b>2.</b> [[στέκομαι]] [[κάπου]] («τὸν [[πηλόν]]... ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς [[μάλιστα]] μέλλοι ἐπιμένειν», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[ξοδεύω]] τον χρόνο μου για [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[μένω]] [[πιστός]] («[[μάλα]] ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>6.</b> [[διαρκώ]], [[αντέχω]]<br /><b>7.</b> [[περιμένω]] («τίς ἄρα [[πότμος]] ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾱσδε γᾱς ἄνακτα;», <b>Ευρ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 18:09, 29 January 2022

Greek Monolingual

(AM ἐπιμένω) μένω
μένω σταθερός, εξακολουθώ να υποστηρίζω τη γνώμη μου (α. «ο επιμένων νικά» β. «ἡμεῖς ἐπὶ τῇ ζητήσει ἐπιμείνωμέν τε καὶ καρτερήσωμεν», Πλάτ.)
αρχ.-μσν.
1. υπομένω, καρτερώ (α. για το Χριστό
«σύντομον ἐπέμεινε θάνατον» β. «ἔμπης οὖν ἐπιμεῖναι ἐς αὔριον», Ομ. Οδ.)
μσν.
εξακολουθώ να υπάρχω, παραμένω ζωντανός
αρχ.
1. μένω σ’ έναν τόπο («ἐπέμειναν ἐπὶ τῶν τυράννων ἐν τῇ πόλει», Ανδοκ.)
2. στέκομαι κάπου («τὸν πηλόν... ἐπὶ τοῦ νώτου ἔφερον ἐγκεκυφότες τε, ὡς μάλιστα μέλλοι ἐπιμένειν», Θουκ.)
3. ξοδεύω τον χρόνο μου για κάτι
4. μένω πιστόςμάλα ἐπιμένουσι τῷ μὴ ἀδικεῖν», Ξεν.)
6. διαρκώ, αντέχω
7. περιμένω («τίς ἄρα πότμος ἐπιμένει τὸν ἄλκιμον τᾱσδε γᾱς ἄνακτα;», Ευρ.).