υπηρετώ: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "πλοῑον" to "πλοῖον")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὑπηρετῶ, -έω, ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῡντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῑν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῑον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῑσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=[[ὑπηρετῶ]], [[ὑπηρετέω]], ΝΜΑ [[ὑπηρέτης]]<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] ως [[υπηρέτης]], [[εκτελώ]] χειρωνακτικές, [[ιδίως]], εργασίες για κάποιον, (α. «έχει [[τρεις]] ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσφέρω]] [[εξυπηρέτηση]] σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με [[αφοσίωση]] τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.<br />γ. «οὐ γὰρ ἂν [[καλῶς]] ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[εκπληρώνω]] τη στρατιωτική μου [[θητεία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εκτελώ]] [[δημόσια]] ή [[άλλη]] [[υπηρεσία]] («υπηρέτησα [[τρία]] [[χρόνια]] στις ακριτικές περιοχές»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[διακονώ]], [[εκτελώ]] [[υπηρεσία]] με [[αφοσίωση]] και [[υπακοή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[κωπηλάτης]] σε [[πλοίο]] («πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]], [[προσφέρω]] [[βοήθεια]] («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> βρίσκομαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>ὑπηρετοῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εκτελούμαι ως [[υπηρεσία]] («τὰ ἀπ' [[ἡμέων]] εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — [[περιποιούμαι]] κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (<b>Αριστοφ.</b>)<br />β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — [[συνηγορώ]], [[υποστηρίζω]] (<b>Ευρ.</b>)<br />γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — [[εξυπηρετώ]] σε ό,τι απομένει να γίνει (<b>Πλάτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 17:25, 4 May 2022

Greek Monolingual

ὑπηρετῶ, ὑπηρετέω, ΝΜΑ ὑπηρέτης
1. εργάζομαι ως υπηρέτης, εκτελώ χειρωνακτικές, ιδίως, εργασίες για κάποιον, (α. «έχει τρεις ανθρώπους να τον υπηρετούν» β. «τοὺς διὰ φόβον ὑπηρετοῦντας», Ξεν.)
2. προσφέρω εξυπηρέτηση σε κάποιον (α. «υπηρέτησε με αφοσίωση τους τραυματίες» β. «χήραις ὑπηρετεῖν», Ερμ.
γ. «οὐ γὰρ ἂν καλῶς ὑπηρετοίην τῷ παρόντι δαίμονι», Σοφ.)
3. εκπληρώνω τη στρατιωτική μου θητεία
νεοελλ.
εκτελώ δημόσια ή άλλη υπηρεσία («υπηρέτησα τρία χρόνια στις ακριτικές περιοχές»)
μσν.-αρχ.
διακονώ, εκτελώ υπηρεσία με αφοσίωση και υπακοή
αρχ.
1. είμαι κωπηλάτης σε πλοίο («πλοῖον ὑπὸ δύο ἀνθρώπων ὑπηρετεῖσθαι δυνάμενον», Διόδ.)
2. βοηθώ, προσφέρω βοήθεια («τῷ χρηστηρίῳ βουλόμενοι ὑπηρετέειν», Ηρόδ.)
3. βρίσκομαι υπό την εξουσία κάποιου
4. παθ. ὑπηρετοῦμαι, -έομαι
εκτελούμαι ως υπηρεσία («τὰ ἀπ' ἡμέων εἰς ἡμέας ὑπηρετέεται», Ηρόδ.)
5. φρ. α) «ὑπηρετῶ τοῖς τρόποις» — περιποιούμαι κάποιον ανάλογα με τις συνήθειες ή τις ιδιοτροπίες του (Αριστοφ.)
β) «ὑπηρετῶ τῷ λόγῳ» — συνηγορώ, υποστηρίζω (Ευρ.)
γ) «τὰ λοίφ' ὑπηρετῶ» — εξυπηρετώ σε ό,τι απομένει να γίνει (Πλάτ.).