δύσληπτος: Difference between revisions
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de agarrar]] τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.<i>Anach</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[difícil de capturar]] de enemigos, D.C.36.35.3<br /><b class="num">•</b>[[escurridizo]] de peces, Luc.<i>Pisc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de percibir]] μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.<i>Synt</i>.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.99.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de comprender]] τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f<br /><b class="num">•</b>[[difícil de saber]] ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.<br /><b class="num">II</b> adv. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[difícil de agarrar]] τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.<i>Anach</i>.27<br /><b class="num">•</b>[[difícil de capturar]] de enemigos, D.C.36.35.3<br /><b class="num">•</b>[[escurridizo]] de peces, Luc.<i>Pisc</i>.51.<br /><b class="num">2</b> fig. [[difícil de percibir]] μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.<i>Synt</i>.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.<i>V.Mos</i>.99.24<br /><b class="num">•</b>[[difícil de comprender]] τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f<br /><b class="num">•</b>[[difícil de saber]] ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.<br /><b class="num">II</b> adv. [[δυσλήπτως]] = [[de forma difícil de comprender]] οὐ γὰρ [[ἀσαφῶς]] ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni [[incomprensible]]</i> Afric.<i>Cest</i>.1.17.50. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δύσληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> за который трудно ухватиться ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> трудноуловимый, неудобопонятный (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.). | |elrutext='''δύσληπτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[за который трудно ухватиться]] ([[ὄχανον]] δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[трудноуловимый]], [[неудобопонятный]] (sc. [[μάθησις]] τοῦ ὄντος Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=δύσ-ληπτος, ον [[λαμβάνω]]<br />[[hard]] to [[catch]], Luc. | |mdlsjtxt=δύσ-ληπτος, ον [[λαμβάνω]]<br />[[hard]] to [[catch]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:32, 20 May 2022
English (LSJ)
ον, A hard to take hold of, Sor.1.88; hard to catch, μοχθηρία Ph.2.366, cf. Luc.Anach.27; hard to comprehend, Str.13.4.12, A.D.Synt.225.28, Plu.2.17d.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu fassen, ὑπὸ λειότητος, Luc. gymn. 27; übertr., schwer zu begreifen, Plut. de aud. poet. 2 g. E., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δύσληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ συλλάβῃ τις, Λουκ. Γυμν. 27· δυσκατάληπτος, δυσνόητος, Πλούτ. 2. 17D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à saisir;
2 fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, λαμβάνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1difícil de agarrar τὸ κεφάλιον en la extracción de un feto muerto καὶ δ. ἐστιν διὰ τὴν περιφέρειαν Sor.4.5.131, αἱ μικραί (θηλαί) Sor.2.8.55, ὄχανον ... δ. ὑπὸ λειότητος Luc.Anach.27
•difícil de capturar de enemigos, D.C.36.35.3
•escurridizo de peces, Luc.Pisc.51.
2 fig. difícil de percibir μοχθηρία Ph.2.366, de las fronteras fluviales, Str.13.4.12, αἱ αἰτίαι Plb.36.17.12, τὸ ἀκατάλληλον A.D.Synt.225.27, ἀλήθεια Plu.2.17d, ἡ ... διαγωγὴ δ. τις οὖσα καὶ ἀηδὴς τῇ αἰσθήσει Gr.Nyss.V.Mos.99.24
•difícil de comprender τὸ πρᾶγμα e.d., qué es lo sublime, Longin.6, ἡ δ' ἀπὸ τῶν στοιχείων ἔφοδος Plu.2.426f
•difícil de saber ὁ περὶ ἀποδημίας τόπος Vett.Val.91.21.
II adv. δυσλήπτως = de forma difícil de comprender οὐ γὰρ ἀσαφῶς ἢ δ. ἔκκειται (la cuestión) no es oscura ni incomprensible Afric.Cest.1.17.50.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσληπτος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα συλλαμβάνεται, πιάνεται
2. δυσνόητος («δύσληπτα νοήματα»)
νεοελλ.
(για τροφή, φάρμακα) αυτός που δύσκολα λαμβάνεται, πίνεται ή τρώγεται
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα δίνει λαβή (ἐδόκει... δύσληπτον ὑπὸ λειότητος» — δύσκολο να πιαστεί επειδή ήταν τόσο λείο)
2. δυσεξερεύνητος, δυσεξιχνίαστος.
Greek Monotonic
δύσληπτος: -ον (λαμβάνω), αυτός που δεν συλλαμβάνεται εύκολα, δυσνόητος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δύσληπτος:
1) за который трудно ухватиться (ὄχανον δύσληπτον διὰ λειότητος Luc.);
2) трудноуловимый, неудобопонятный (sc. μάθησις τοῦ ὄντος Plut.).