επίτριτος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound

Source
(14)
 
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτριτος]], -ον) [[τρίτος]]<br /><b>μουσ.</b> <b>φρ.</b> «[[επίτριτος]] [[λόγος]]» — ο [[αριθμητικός]] και [[αρμονικός]] [[λόγος]] ο [[οποίος]] έχει [[προς]] το [[μήκος]] της όλης χορδής ή στη [[φυσική]] διατονική [[κλίμακα]] παραγόμενη διά τεσσάρων [[μείζων]] τέλεια [[συμφωνία]], που έχει [[αξία]] μήκους χορδής <sup>3</sup> / <sub>4</sub><br /><b>αρχ.</b><br />το [[διάστημα]] της διά τεσσάρων<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <b>φρ.</b> [[ἐπίτριτος]] ποῡς</i> ή [[απλώς]] [[ἐπίτριτος]]<br />[[τετρασύλλαβος]] [[πους]] αποτελούμενος από έναν τετράσημο (σπονδείο) και έναν τρίσημο (τροχαίο ή ίαμβο) που έχουν λόγο 4 [[προς]] 3<br /><b>3.</b> ο [[αριθμός]] που περιέχει έναν ακέραιο και επί [[πλέον]] το ένα τρίτο (1<sup>1</sup> / <sub>3</sub>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίτριτον</i><br />α) [[δάνειο]] που αποφέρει τόκο ίσο με το ένα τρίτο του κεφαλαίου [[κάθε]] χρόνο<br />β) <b>πάπ.</b> [[είδος]] φόρου στην Αίγυπτο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτρίτως</i><br />σε λόγο επίτριτο.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐπίτριτος]], -ον) [[τρίτος]]<br /><b>μουσ.</b> <b>φρ.</b> «[[επίτριτος]] [[λόγος]]» — ο [[αριθμητικός]] και [[αρμονικός]] [[λόγος]] ο [[οποίος]] έχει [[προς]] το [[μήκος]] της όλης χορδής ή στη [[φυσική]] διατονική [[κλίμακα]] παραγόμενη διά τεσσάρων [[μείζων]] τέλεια [[συμφωνία]], που έχει [[αξία]] μήκους χορδής <sup>3</sup> / <sub>4</sub><br /><b>αρχ.</b><br />το [[διάστημα]] της διά τεσσάρων<br /><b>2.</b> <b>(μετρ.)</b> <b>φρ.</b> [[ἐπίτριτος]] ποῦς</i> ή [[απλώς]] [[ἐπίτριτος]]<br />[[τετρασύλλαβος]] [[πους]] αποτελούμενος από έναν τετράσημο (σπονδείο) και έναν τρίσημο (τροχαίο ή ίαμβο) που έχουν λόγο 4 [[προς]] 3<br /><b>3.</b> ο [[αριθμός]] που περιέχει έναν ακέραιο και επί [[πλέον]] το ένα τρίτο (1<sup>1</sup> / <sub>3</sub>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐπίτριτον</i><br />α) [[δάνειο]] που αποφέρει τόκο ίσο με το ένα τρίτο του κεφαλαίου [[κάθε]] χρόνο<br />β) <b>πάπ.</b> [[είδος]] φόρου στην Αίγυπτο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτρίτως</i><br />σε λόγο επίτριτο.
}}
}}

Latest revision as of 19:55, 13 June 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτριτος, -ον) τρίτος
μουσ. φρ. «επίτριτος λόγος» — ο αριθμητικός και αρμονικός λόγος ο οποίος έχει προς το μήκος της όλης χορδής ή στη φυσική διατονική κλίμακα παραγόμενη διά τεσσάρων μείζων τέλεια συμφωνία, που έχει αξία μήκους χορδής 3 / 4
αρχ.
το διάστημα της διά τεσσάρων
2. (μετρ.) φρ. ἐπίτριτος ποῦς ή απλώς ἐπίτριτος
τετρασύλλαβος πους αποτελούμενος από έναν τετράσημο (σπονδείο) και έναν τρίσημο (τροχαίο ή ίαμβο) που έχουν λόγο 4 προς 3
3. ο αριθμός που περιέχει έναν ακέραιο και επί πλέον το ένα τρίτο (11 / 3)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπίτριτον
α) δάνειο που αποφέρει τόκο ίσο με το ένα τρίτο του κεφαλαίου κάθε χρόνο
β) πάπ. είδος φόρου στην Αίγυπτο.
επίρρ...
ἐπιτρίτως
σε λόγο επίτριτο.