προστήκομαι: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]] και [[κολλώ]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακέντος | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]] και [[κολλώ]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακέντος ἰοῦ» — λέγεται για το [[δηλητήριο]] του χιτώνα του Ηρακλέους που, [[καθώς]] έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει [[πάνω]] στο [[σώμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τήκομαι</i> «[[λειώνω]], [[ρευστοποιώ]]»]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 20:20, 13 June 2022
English (LSJ)
Pass., with pf. προστέτηκα, A stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Heracles, S.Tr. 833 (lyr.); ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι ib.836 (lyr.): metaph., to be given up to, engrossed by, πορισμῷ Plu.2.524d; τοῖς ἀνιαροῖς ib.600c; τέχνῃ Ael.VH3.31; τῷ Κριτίᾳ Philostr.VS2.1.14; δόξῃ Jul.Or.7.226a; ταῖς αἱρέσεσι Gal.8.657.
Greek Monolingual
Α
1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον
2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)
3. φρ. «προστακέντος ἰοῦ» — λέγεται για το δηλητήριο του χιτώνα του Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τήκομαι «λειώνω, ρευστοποιώ»].
Greek Monotonic
προστήκομαι: μέλ. -τήξομαι, Παθ. με παρακ. προστέτηκα, λιώνω και κολλώ γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, προστᾰκέντος ἰοῦ, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-τήκομαι, intrans. met perf. προστέτηκα, vastsmelten aan, met dat.: δεινοτέρῳ... ὕδρας προστετακὼς φάσματι vastgesmolten aan een erger verschijning dan de hydra Soph. Tr. 836.
Russian (Dvoretsky)
προστήκομαι: (pf. προστέτηκα, part. pf. προστετηκώς - дор. προστετᾱκώς, aor. 2 προσετάκην с ᾰ) быть припаянным, перен. приставать, прилипать: ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι Soph. находящийся весь во власти страшной гидры; (πλευρᾷ) προστακέντος ἰοῦ Soph. когда яд (т. е. отравленный плащ Несса) прилип к телу (Геракла); τῷ πορισμῷ προστετηκώς Plut. поглощенный мыслями о наживе.
Middle Liddell
fut. -τήξομαι perf. προστέτηκα
to stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Hercules, Soph.; and he is said to be ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, Soph.