χοριοειδής: Difference between revisions
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
mNo edit summary |
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο όμοιος με το [[χόριο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χοριοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῦ | |mltxt=-ές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> ο όμοιος με το [[χόριο]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[χοριοειδής]] [[χιτώνας]] του οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ»<br /><b>ανατ.</b> [[χιτώνας]] που παρεμβάλλεται [[ανάμεσα]] στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο [[ημιμόριο]] του οφθαλμού και αποτελεί [[τμήμα]] του αγγειώδους χιτώνα<br />β) «[[χοριοειδής]] [ή λεπτή] [[μήνιγγα]]» και «χοριοειδὴς [[μῆνιγξ]]»<br /><b>ανατ.</b> η [[μήνιγγα]] που φέρει τα αιμοφόρα αγγεία και περιβάλλει άμεσα τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, συμφυόμενη [[στερεά]] με την επιφάνειά τους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «χοριοειδές [[ιστίο]]»<br /><b>ανατ.</b> [[αναδίπλωση]] της χοριοειδούς [[μήνιγγας]], η οποία, προωθώντας το επενδυματικό [[πέταλο]] τών κοιλιών του εγκεφάλου, σχηματίζει [[μαζί]] του το χοριοειδές [[πλέγμα]] καθεμιάς από αυτές<br />β) «χοριοειδές [[πλέγμα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) αγγειοβριθής [[λαχνώδης]] προσεκβολή του χοριοειδούς ιστίου στις κοιλίες του εγκεφάλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χόριον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξ. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>[[chorioid]]</i> / <i>[[choroid]]</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χοριοειδής:''' [[кожицеобразный]], [[кожистый]] ([[ὑμήν]] Arst.). | |elrutext='''χοριοειδής:''' [[кожицеобразный]], [[кожистый]] ([[ὑμήν]] Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:35, 13 June 2022
English (LSJ)
ές, A like the afterbirth, ὑμήν Arist.HA561b32, etc. II χοριοειδὴς χιτών = choroid coat of the eye, Ruf.Onom.153, Gal.UP10.2; χοριοειδὴς μῆνιγξ, of the brain, the pia mater, ib.8.9, Herophil. ap. Ruf.Onom. 149; so of the ventricles of the brain, ibid.; χοριοειδὴ πλέγματα (called συστρέμματα by Herophil.) in the brain, Gal.2.719.—sometimes wrongly written χοροειδής in codd., as in Arist.GA753b22, etc. Adv. χοριοειδῶς Steph. in Hp.2.373D.
Greek (Liddell-Scott)
χοριοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς χόριον, δηλ. πρὸς τὸν μετὰ τὸν τοκετὸν ἐξερχόμενον πλακοῦντα, πρὸς τὸ ὕστερον ἢ «ἀκόλουθον», ὑμὴν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 3, 13, Γαλην., κλπ.· χοριοειδὴς χιτών, ὁ τοῦ ὀφθαλμοῦ, ἐξώτερος τοῦ ἀμφιβληστροειδοῦς, Γαλην. τ. 4, σ. 530· χοριοειδὴς .. μῆνιγξ, ἡ περιβάλλουσα τὸν ἐγκέφαλον, ὁ αὐτ. ― Ἐν Ἀριστ. περὶ Ζ. Γεν. 3. 2, 22, Γαλην., κλπ., ἡμαρτημένως γράφεται χοροειδής.
Greek Monolingual
-ές, ΝΜΑ
1. ο όμοιος με το χόριο
2. φρ. α) «χοριοειδής χιτώνας του οφθαλμού» και «χοριοειδὴς χιτὼν τοῦ ὀφθαλμοῦ»
ανατ. χιτώνας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον σκληρό και στον αμφιβληστροειδή χιτώνα σε όλο το οπίσθιο ημιμόριο του οφθαλμού και αποτελεί τμήμα του αγγειώδους χιτώνα
β) «χοριοειδής [ή λεπτή] μήνιγγα» και «χοριοειδὴς μῆνιγξ»
ανατ. η μήνιγγα που φέρει τα αιμοφόρα αγγεία και περιβάλλει άμεσα τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό, συμφυόμενη στερεά με την επιφάνειά τους
νεοελλ.
φρ. α) «χοριοειδές ιστίο»
ανατ. αναδίπλωση της χοριοειδούς μήνιγγας, η οποία, προωθώντας το επενδυματικό πέταλο τών κοιλιών του εγκεφάλου, σχηματίζει μαζί του το χοριοειδές πλέγμα καθεμιάς από αυτές
β) «χοριοειδές πλέγμα»
(ανατ.-φυσιολ.) αγγειοβριθής λαχνώδης προσεκβολή του χοριοειδούς ιστίου στις κοιλίες του εγκεφάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόριον + -ειδής. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξ. γλώσσες, πρβλ. αγγλ. chorioid / choroid].
Russian (Dvoretsky)
χοριοειδής: кожицеобразный, кожистый (ὑμήν Arst.).