κηλιδώνω: Difference between revisions
From LSJ
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
(20) |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [[κηλίς]]<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]] με κηλίδες, [[λερώνω]], [[λεκιάζω]] («τὴν ἐσθήτα | |mltxt=(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) [[κηλίς]]<br /><b>1.</b> [[ρυπαίνω]] με κηλίδες, [[λερώνω]], [[λεκιάζω]] («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καταισχύνω]], [[ντροπιάζω]], [[ατιμάζω]], [[κατασπιλώνω]], [[μουντζουρώνω]] (α. «κηλίδωσε την [[τιμή]] του» β. «οὐ δεσμοῖσι διὰ τυραννίδας [[πατέρας]] ἐκηλίδωσαν;» <b>Ευρ.</b>). | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 18 June 2022
Greek Monolingual
(Α κηλιδῶ, -όω, δωρ. τ. καλιδῶ) κηλίς
1. ρυπαίνω με κηλίδες, λερώνω, λεκιάζω («τὴν ἐσθήτα αὐτοῦ ἐκηλίδωσε», Δίων Κάσσ.)
2. μτφ. καταισχύνω, ντροπιάζω, ατιμάζω, κατασπιλώνω, μουντζουρώνω (α. «κηλίδωσε την τιμή του» β. «οὐ δεσμοῖσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν;» Ευρ.).