ὀπωρώνης: Difference between revisions
m (Text replacement - "q. v." to "q.v.") |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς | |mltxt=[[ὀπωρώνης]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[αγοραστής]] και [[πωλητής]] φρούτων («σῡκα καὶ [[βότρυς]] καὶ ἐλαίας συλλέγων [[ὥσπερ]] [[ὀπωρώνης]] ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῖς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν<br />μετ' ὀλίγον ἔσται [[γεράνδρυον]]», Αρισταίν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀπώρα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ὠνοῦμαι</i> «[[αγοράζω]]»), <b>πρβλ.</b> <i>τελ</i>-<i>ώνης</i>]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:00, 18 June 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ὀπωροπώλης (q.v.), D.18.262, Aristaenet.2.1, PLond.5.1794.6 (V A. D.).
German (Pape)
[Seite 365] ὁ, Obstpächter, auch Obsthändler, Dem. 18, 262; vgl. Lob. Phryn. 206.
Greek (Liddell-Scott)
ὀπωρώνης: -ου, ὁ, «ὁ τὰς ὀπώρας πωλῶν καὶ ἀγοράζων» (Σουΐδ.)· «ὀπωρώνας· τοὺς εἰς πρᾶσιν ὠνουμένους» (Ἡσύχ.) σῦκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων, ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων Δημ. 314. 14, Ἀρισταίν. 2. 1, πρβλ. ὀπωροπώλης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui achète ou vend des fruits.
Étymologie: ὀπώρα, ὠνέομαι.
Greek Monolingual
ὀπωρώνης, ὁ (Α)
1. αγοραστής και πωλητής φρούτων («σῡκα καὶ βότρυς καὶ ἐλαίας συλλέγων ὥσπερ ὀπωρώνης ἐκ τῶν ἀλλοτρίων χωρίων», Δημοσθ.)
2. μτφ. αυτός που δρέπει τις απολαύσεις του σώματος («δίδου τοῖς σοῖς ὀπωρώναις τὴν ὥραν τρυγᾱν
μετ' ὀλίγον ἔσται γεράνδρυον», Αρισταίν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπώρα + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. τελ-ώνης].
Greek Monotonic
ὀπωρώνης: -ου, ὁ (ὠνέομαι), οπωροπώλης, μανάβης, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ὀπωρώνης: ου ὁ арендатор фруктового склада или торговец плодами, фруктовщик Dem.