ηγεμονία: Difference between revisions

From LSJ

ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἡγεμονία]])<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ηγεμόνας]], [[κυριαρχία]], [[αρχηγία]], [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> η [[πρωτεύουσα]] [[θέση]], η πρώτη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[πολιτική]] [[κυριαρχία]] («η [[ηγεμονία]] της Αγγλίας [[πάνω]] σε πολλές χώρες»<br /><b>4.</b> [[κράτος]] («τοῑς καλοῑς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.)<br /><b>5.</b> η [[διακυβέρνηση]] μιας χώρας από έναν άρχοντα κληρονομικό ή αιρετό, όχι βασιλιά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χώρα]] η οποία διοικείται από δεσπότη ή από ηγεμόνα, [[πριγκιπάτο]] («Παραδουνάβιες Ηγεμονίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το βασιλικό [[αξίωμα]], η [[βασιλική]] [[εξουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προπορεύεται, να δίνει το [[παράδειγμα]], να οδηγεί [[κάποιος]] («τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ» — με το [[παράδειγμα]] αυτών που βρίσκονται στην [[εξουσία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[εξουσία]] [[αυτού]] που διευθύνει το δικαστήριο («ἡ τοῦ δικαστηρίου [[ἡγεμονία]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> η [[αρχηγία]] φιλοσοφικής σχολής<br /><b>4.</b> η [[πολιτική]] [[υπεροχή]] μιας ελληνικής πόλης [[πάνω]] σε άλλες<br /><b>5.</b> το [[αξίωμα]] του επάρχου<br /><b>6.</b> η [[διοίκηση]] στρατιωτικού σώματος («μείζονες ἡγεμονίαι» — στρατιωτικές διοικήσεις, Αιλ.)<br /><b>7.</b> στρατιωτικό [[σώμα]]<br /><b>8.</b> το πρώτο και κύριο [[περιεχόμενο]] κάποιου πράγματος («[[ἡγεμονία]] τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι», Δίφιλ.)<br /><b>9.</b> ρωμαϊκή [[διοίκηση]] («ἡ τῆς Ἰλλυρίδος [[ἡγεμονία]]», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>10.</b> [[άσκηση]] καθηκόντων ενός κυβερνήτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κηδεμον</i>-<i>ία</i>, <i>πνευμον</i>-<i>ία</i>)].
|mltxt=η (AM [[ἡγεμονία]])<br /><b>1.</b> το να [[είναι]] [[κάποιος]] [[ηγεμόνας]], [[κυριαρχία]], [[αρχηγία]], [[εξουσία]]<br /><b>2.</b> η [[πρωτεύουσα]] [[θέση]], η πρώτη [[θέση]]<br /><b>3.</b> [[πολιτική]] [[κυριαρχία]] («η [[ηγεμονία]] της Αγγλίας [[πάνω]] σε πολλές χώρες»<br /><b>4.</b> [[κράτος]] («τοῖς καλοῖς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.)<br /><b>5.</b> η [[διακυβέρνηση]] μιας χώρας από έναν άρχοντα κληρονομικό ή αιρετό, όχι βασιλιά<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[χώρα]] η οποία διοικείται από δεσπότη ή από ηγεμόνα, [[πριγκιπάτο]] («Παραδουνάβιες Ηγεμονίες»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το βασιλικό [[αξίωμα]], η [[βασιλική]] [[εξουσία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το να προπορεύεται, να δίνει το [[παράδειγμα]], να οδηγεί [[κάποιος]] («τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ» — με το [[παράδειγμα]] αυτών που βρίσκονται στην [[εξουσία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[εξουσία]] [[αυτού]] που διευθύνει το δικαστήριο («ἡ τοῦ δικαστηρίου [[ἡγεμονία]]», Αισχίν.)<br /><b>3.</b> η [[αρχηγία]] φιλοσοφικής σχολής<br /><b>4.</b> η [[πολιτική]] [[υπεροχή]] μιας ελληνικής πόλης [[πάνω]] σε άλλες<br /><b>5.</b> το [[αξίωμα]] του επάρχου<br /><b>6.</b> η [[διοίκηση]] στρατιωτικού σώματος («μείζονες ἡγεμονίαι» — στρατιωτικές διοικήσεις, Αιλ.)<br /><b>7.</b> στρατιωτικό [[σώμα]]<br /><b>8.</b> το πρώτο και κύριο [[περιεχόμενο]] κάποιου πράγματος («[[ἡγεμονία]] τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι», Δίφιλ.)<br /><b>9.</b> ρωμαϊκή [[διοίκηση]] («ἡ τῆς Ἰλλυρίδος [[ἡγεμονία]]», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>10.</b> [[άσκηση]] καθηκόντων ενός κυβερνήτη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηγεμών</i>, -<i>όνος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> ([[πρβλ]]. [[κηδεμονία]], [[πνευμονία]])].
}}
}}

Latest revision as of 15:02, 18 June 2022

Greek Monolingual

η (AM ἡγεμονία)
1. το να είναι κάποιος ηγεμόνας, κυριαρχία, αρχηγία, εξουσία
2. η πρωτεύουσα θέση, η πρώτη θέση
3. πολιτική κυριαρχία («η ηγεμονία της Αγγλίας πάνω σε πολλές χώρες»
4. κράτος («τοῖς καλοῖς τῆς ἡγεμονίας νόμοις», Αθην.Μηχ.)
5. η διακυβέρνηση μιας χώρας από έναν άρχοντα κληρονομικό ή αιρετό, όχι βασιλιά
νεοελλ.-μσν.
χώρα η οποία διοικείται από δεσπότη ή από ηγεμόνα, πριγκιπάτο («Παραδουνάβιες Ηγεμονίες»)
μσν.-αρχ.
το βασιλικό αξίωμα, η βασιλική εξουσία
αρχ.
1. το να προπορεύεται, να δίνει το παράδειγμα, να οδηγεί κάποιος («τῇ τῶν δυναστευόντων ἡγεμονίᾳ» — με το παράδειγμα αυτών που βρίσκονται στην εξουσία, Πλάτ.)
2. η εξουσία αυτού που διευθύνει το δικαστήριο («ἡ τοῦ δικαστηρίου ἡγεμονία», Αισχίν.)
3. η αρχηγία φιλοσοφικής σχολής
4. η πολιτική υπεροχή μιας ελληνικής πόλης πάνω σε άλλες
5. το αξίωμα του επάρχου
6. η διοίκηση στρατιωτικού σώματος («μείζονες ἡγεμονίαι» — στρατιωτικές διοικήσεις, Αιλ.)
7. στρατιωτικό σώμα
8. το πρώτο και κύριο περιεχόμενο κάποιου πράγματος («ἡγεμονία τῆς τέχνης τὸ τῶν ἐδομένων τὰ στόματα προειδέναι», Δίφιλ.)
9. ρωμαϊκή διοίκηση («ἡ τῆς Ἰλλυρίδος ἡγεμονία», Ηρωδιαν.)
10. άσκηση καθηκόντων ενός κυβερνήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηγεμών, -όνος + κατάλ. -ία (πρβλ. κηδεμονία, πνευμονία)].