βοήθημα: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[ayuda]], [[auxilio]] c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11<br /><b class="num">•</b>c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males</i> D.Chr.38.12, Phld.<i>Diu</i>.46<br /><b class="num">•</b>plu. [[recursos]] ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>a</sup>7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX <i>Sap</i>.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2<i>Ma</i>.15.8.<br /><b class="num">2</b> medic. [[remedio]], [[tratamiento]] Hp.<i>VM</i> 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.<i>Interrog</i>.70, Gal.9.678, 17(2).226<br /><b class="num">•</b>comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.<i>P</i>.3.280, con los de la oratoria, Olymp.<i>in Grg</i>.3.9, 6.11. | |dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[ayuda]], [[auxilio]] c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10<br /><b class="num">•</b>c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11<br /><b class="num">•</b>c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males</i> D.Chr.38.12, Phld.<i>Diu</i>.46<br /><b class="num">•</b>plu. [[recursos]] ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.<i>Rh</i>.1405<sup>a</sup>7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων [[LXX]] <i>Sap</i>.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα [[LXX]] 2<i>Ma</i>.15.8.<br /><b class="num">2</b> medic. [[remedio]], [[tratamiento]] Hp.<i>VM</i> 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.<i>Interrog</i>.70, Gal.9.678, 17(2).226<br /><b class="num">•</b>comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.<i>P</i>.3.280, con los de la oratoria, Olymp.<i>in Grg</i>.3.9, 6.11. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:30, 20 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A resource, Arist.Rh.1405a7 (pl.); assistance, πρὸς τὴν μάχην Plb.1.22.3: in plural, succours, τὰ -ματα τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.2. 2 remedy, Hp.VM13, D.S.1.25, Dsc.4.83, S.E.P.3.280.
German (Pape)
[Seite 451] τό, Hülfe, Beistand, Arist. Eth. Nic. 1, 6, 16; πρὸς τὴν μάχην Pol. 1, 22; Sp.; Arznei, Medic. u. Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βοήθημα: -ατος, τό, βοήθεια, καταφύγιον, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 8 · ἐπικουρία, πρός τι Πολύβ. 1. 22, 3. 2) θεραπεία, φάρμακον, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Διόδ. 1. 25.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
1 ayuda, auxilio c. gen. subjet. τῆς φύσεως Ps.Democr.B 300.1, τοῦ συγγράμματος Diog.Oen.3.5.10
•c. πρός y ac. β. πρὸς τὴν μάχην de una máquina de guerra, Plb.1.22.3, πρὸς θανάτου καταφρόνησιν M.Ant.4.50, cf. Plb.28.13.11
•c. dat. β. τοῖς μεγίστοις τῶν κακῶν ayuda contra los mayores males D.Chr.38.12, Phld.Diu.46
•plu. recursos ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων ὁ λόγος ἐστὶ τῶν μέτρων Arist.Rh.1405a7, τῶν ἀπὸ λογισμοῦ βοηθημάτων LXX Sap.17.11, τὰ ἀπ' οὐρανοῦ βοηθήματα LXX 2Ma.15.8.
2 medic. remedio, tratamiento Hp.VM 13, D.S.1.25, Dsc.4.83, Ruf.Interrog.70, Gal.9.678, 17(2).226
•comparando los remedios médicos con los necesarios para acabar una guerra, D.Chr.31.66, con los del escepticismo, S.E.P.3.280, con los de la oratoria, Olymp.in Grg.3.9, 6.11.
Greek Monolingual
το (AM βοήθημα) βοηθώ
νεοελλ.
1. το μέσο με το οποίο παρέχεται η βοήθεια ή το πράγμα που χρησιμεύει για βοήθεια
2. βιβλίο ή σύγγραμμα από το οποίο παίρνει ορισμένα στοιχεία ο μελετητής
αρχ.-μσν.
φάρμακο
αρχ.
καταφύγιο.
Russian (Dvoretsky)
βοήθημα: ατος τό
1) помощь, поддержка (Arst.; πρὸς τὴν μάχην Polyb.);
2) средство, способ: ἐξ ἐλαττόνων βοηθημάτων εἶναι Arst. обладать меньшими средствами;
3) лечебное средство, лекарство Plut., Diod.