ἀντίπτωμα: Difference between revisions
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ματος, τό<br />[[tropezón]], [[accidente]] ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου LXX <i>Si</i>.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι LXX <i>Si</i>.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.<i>Tetr</i>.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21. | |dgtxt=-ματος, τό<br />[[tropezón]], [[accidente]] ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου [[LXX]] <i>Si</i>.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι [[LXX]] <i>Si</i>.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.<i>Tetr</i>.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀντίπτωμα]], το (Α) [[αντιπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πρόσκομμα]], [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> το [[ατύχημα]]. | |mltxt=[[ἀντίπτωμα]], το (Α) [[αντιπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πρόσκομμα]], [[εμπόδιο]]<br /><b>2.</b> το [[ατύχημα]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 20 June 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A stumble against, LXXSi.34(31).29; accident, Ptol. Tetr.116, Paul.Al.N.3b.
German (Pape)
[Seite 260] τό, Gegenfall, Einsturz, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίπτωμα: -ατος, τό, πρόσκομμα, ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου, δηλ. ἐν ᾗ δυνατὸν προσκόψῃς πρός τι, Ἑβδ. (Σειρὰχ λα΄, 34· λβ΄, 21): - δυστύχημα ἐκ τύχης, Ἰατρ.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
tropezón, accidente ἐν ὁδῷ ἀντιπτώματος μὴ πορεύου LXX Si.32.20, de borrachos ἐν ἐρεθισμῷ καὶ ἀντιπτώματι LXX Si.31.29, producido por la posición de los astros ἀντιπτώμασι ... ἢ ἀσθενείαις Ptol.Tetr.3.5.8, cf. Paul.Al.69.21.
Greek Monolingual
ἀντίπτωμα, το (Α) αντιπίπτω
1. πρόσκομμα, εμπόδιο
2. το ατύχημα.