ἐξανάλωσις: Difference between revisions
Ἐλεεινότατόν μοι φαίνετ' ἀτυχία φίλου → Miseria amici mihi suprema est miseria → Am meisten Mitleid, scheint's, heischt eines Freundes Leid
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
mNo edit summary |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξανάλωσις]], η (Α) [[εξαναλίσκω]]<br />ολοκληρωτική [[ανάλωση]], καταδαπάνηση, [[φθορά]], [[καταστροφή]] («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», <b>Πλούτ.</b>). | |mltxt=[[ἐξανάλωσις]], η (Α) [[εξαναλίσκω]]<br />ολοκληρωτική [[ανάλωση]], [[καταδαπάνηση]], [[φθορά]], [[καταστροφή]] («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», <b>Πλούτ.</b>). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξανάλωσις:''' εως (ᾱλ) ἡ израсходование, истощение, уничтожение (τῆς δυνάμεως Plut.). | |elrutext='''ἐξανάλωσις:''' εως (ᾱλ) ἡ [[израсходование]], [[истощение]], [[уничтожение]] (τῆς δυνάμεως Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐξανάλωσις]], εως <i>n</i> [ἐξανᾱλίσκω]<br />[[entire]] [[consumption]], Plut. | |mdlsjtxt=[[ἐξανάλωσις]], εως <i>n</i> [ἐξανᾱλίσκω]<br />[[entire]] [[consumption]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:50, 20 June 2022
English (LSJ)
[ᾱλ], εως, ἡ, A entire consumption, τῆς δυνάμεως Plu.Marc. 24.
German (Pape)
[Seite 868] ἡ, der gänzliche Verbrauch, das Aufreiben, Plut. Marcell. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξανάλωσις: -εως, ἡ, ἐντελὴς ἀνάλωσις, τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν Πλουτ. Μάρκελλ. 24.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de perdre, de ruiner complètement.
Étymologie: ἐξ, ἀναλίσκω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -ήλωσις PSI 604.15 (III a.C.), SB 10850.13 (III a.C.)
gasto, consunción c. gen. obj. τῆς δυνάμεως Plu.Marc.24, de bienes materiales PSI l.c., SB l.c.
Greek Monolingual
ἐξανάλωσις, η (Α) εξαναλίσκω
ολοκληρωτική ανάλωση, καταδαπάνηση, φθορά, καταστροφή («τῆς δυνάμεως ἐξανάλωσιν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐξανάλωσις: -εως, ἡ (ἐξανᾱλίσκω), πλήρης, ολοκληρωτική κατανάλωση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξανάλωσις: εως (ᾱλ) ἡ израсходование, истощение, уничтожение (τῆς δυνάμεως Plut.).
Middle Liddell
ἐξανάλωσις, εως n [ἐξανᾱλίσκω]
entire consumption, Plut.