συμπράττω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[συμπράσσω]].
|btext=faire qch avec qqn ; assister, aider, secourir : τινι qqn ; [[τι]] en qch ; τινι [[ὥστε]] avec un inf. XÉN qqn pour que ; [[οἱ]] συμπράσσοντες THC les confédérés;<br /><i><b>Moy.</b></i> συμπράσσομαι aider à réclamer <i>ou</i> à venger : Μενέλεῳ [[τὰς]] Ἑλένης ἁρπαγάς HDT aider Ménélas à venger l’enlèvement d’Hélène.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πράσσω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[συμπράσσω]] και ιων. τ. [[συμπρήσσω]] Α [[πράττω]]<br />[[πράττω]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνεργάζομαι]] με άλλους για να γίνει [[κάτι]] (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «[[φέρε]] γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «οἳ ἐδόκουν [[μάλιστα]] ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[συνδρομή]], [[συντρέχω]] («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να βρει το δίκιο του, για [[επανόρθωση]] αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) <i>οἱ συμπράσσοντες</i><br />οι σύμμαχοι.
|mltxt=[[συμπράττω]], ΝΜΑ, και [[συμπράσσω]] και ιων. τ. [[συμπρήσσω]] Α [[πράττω]]<br />[[πράττω]], [[κάνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλους, [[συνεργάζομαι]] με άλλους για να γίνει [[κάτι]] (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «[[φέρε]] γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», <b>Αισχύλ.</b><br />γ. «οἳ ἐδόκουν [[μάλιστα]] ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παρέχω]] [[συνδρομή]], [[συντρέχω]] («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[βοηθώ]] κάποιον να βρει το δίκιο του, για [[επανόρθωση]] αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) <i>οἱ συμπράσσοντες</i><br />οι σύμμαχοι.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπράττω:''' атт. = [[συμπράσσω]].
|elrutext=[[συμπράσσω]]: атт. [[συμπράττω]], ион. [[συμπρήσσω]]<br /><b class="num">1)</b> содействовать, помогать: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ [[ὑπέρ]] τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;<br /><b class="num">2)</b> действовать вместе, сотрудничать (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. ([[varia lectio|v.l.]] συμπάσχειν) [[κακῶς]] [[σύν]] τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;<br /><b class="num">3)</b> med. совместно мстить, помогать отмщению (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).
}}
}}

Revision as of 16:44, 23 June 2022

French (Bailly abrégé)

faire qch avec qqn ; assister, aider, secourir : τινι qqn ; τι en qch ; τινι ὥστε avec un inf. XÉN qqn pour que ; οἱ συμπράσσοντες THC les confédérés;
Moy. συμπράσσομαι aider à réclamer ou à venger : Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς HDT aider Ménélas à venger l’enlèvement d’Hélène.
Étymologie: σύν, πράσσω.

Greek Monolingual

συμπράττω, ΝΜΑ, και συμπράσσω και ιων. τ. συμπρήσσω Α πράττω
πράττω, κάνω κάτι μαζί με άλλους, συνεργάζομαι με άλλους για να γίνει κάτι (α. «δεν δέχθηκε να συμπράξει» β. «φέρε γὰρ σήμαιν' ὅ, τι χρή σοι συμπράσσειν», Αισχύλ.
γ. «οἳ ἐδόκουν μάλιστα ξυμπρᾱξαι τὰ πρὸς τοὺς Ἀθηναίους», Θουκ.)
αρχ.
1. παρέχω συνδρομή, συντρέχω («ἀλλ' αὐτὸν εἰκαθόντα συμπράσσειν», Σοφ.)
2. βοηθώ κάποιον να βρει το δίκιο του, για επανόρθωση αδικίας («συνεπρήξαντο Μενέλεω τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς», Ηρόδ.)
3. (το αρσ. πληθ. μτχ. ενεστ. ως ουδ.) οἱ συμπράσσοντες
οι σύμμαχοι.

Russian (Dvoretsky)

συμπράσσω: атт. συμπράττω, ион. συμπρήσσω
1) содействовать, помогать: σ. τινί τι Aesch., Eur., Arst., τινὶ περί τινος Xen. и τινὶ ὑπέρ τινος Polyb. помогать кому-л. в чем-л.; σ. εἰρήνην Xen. содействовать заключению мира; μὴ ἑτέρων συμπραττόντων Lys. без посторонней помощи;
2) действовать вместе, сотрудничать (τινί Xen.): οἱ συμπράσσοντες Thuc., Xen. члены союза, союзники; σ. (v.l. συμπάσχειν) κακῶς σύν τινι Eur. разделять чьи-л. страдания;
3) med. совместно мстить, помогать отмщению (ὅσοι συνεπρήξαντο Μενέλεῳ τὰς Ἑλένης ἁρπαγάς Her.).