γήπεδον: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. γεώπ- Hdt.7.28; dór. γάπ- <i>IG</i> 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.<br />[[fundo]], [[predio rústico]] μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ [[βίος]] Hdt.l.c., τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδων Pl.<i>Lg</i>.741c, cf. Arist.<i>Pol</i>.1263<sup>a</sup>3, Lyc.617, <i>IG</i> l.c.<br /><b class="num">•</b>[[terreno]], [[solar]] Hsch.l.c., Phot.γ 107. | |dgtxt=-ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> jón. γεώπ- Hdt.7.28; dór. γάπ- <i>IG</i> 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.<br />[[fundo]], [[predio rústico]] μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ [[βίος]] Hdt.l.c., τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδων Pl.<i>Lg</i>.741c, cf. Arist.<i>Pol</i>.1263<sup>a</sup>3, Lyc.617, <i>IG</i> [[l.c.]]<br /><b class="num">•</b>[[terreno]], [[solar]] Hsch.l.c., Phot.γ 107. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:10, 15 August 2022
English (LSJ)
τό, A = γεώπεδον, plot of ground, Pl.Lg.741c, Arist.Pol.1263a3. II Trag. used Dor. form γάπεδον acc. to St. Byz.: hence γ. for δάπεδον (metri gr.), A.Pr.829 (Pors.).
German (Pape)
[Seite 489] τό, = γεώπεδον, Grundstück, Garten; ἢ οἰκόπεδον Plat. Legg. V, 741 c; vgl. Phryn. B. A. 32, der hinzusetzt τὰ ἐν ταῖς πόλεσι προκείμενα ταῖς οἰκίαις, wie Schol. Il. 4, 2.
Greek (Liddell-Scott)
γήπεδον: τό, =γεωπέδιον, τεμάχιον, μέρος γῆς, ἐδάφους, Πλάτ. Νόμ. 741D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 2· πρβλ. Φρύν. ἐν Α. Β. 32. ΙΙ. ὁ δωρ. τύπος γάπεδον [ᾷ] παρελήφθη ἐκ διορθώσεως ἀντὶ τοῦ δάπεδον [ᾰ] ἐν Πινδ. Ν. 7. 121, Αἰσχύλ. Πρ. 829, χάριν τοῦ μέτρου· πρβλ. Στέφ. Β. «γήπεδον..., ὅπερ οἱ τραγικοὶ διὰ τοῦ ᾱ φασὶ δωρίζοντες»· οὕτω μετεχειρίζοντο τοὺς δωρ. τύπους γαμόρος, γάποτος, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
fonds de terre, particul. fonds de terre attenant à une maison, jardin.
Étymologie: γῆ, -πεδον, cf. δάπεδον.
Spanish (DGE)
-ου, τό
• Alolema(s): jón. γεώπ- Hdt.7.28; dór. γάπ- IG 4.823.58 (Trecén IV a.C.), St.Byz.s.u. Γῆ, Hsch.
fundo, predio rústico μοι ἀπὸ ἀνδραπόδων τε καὶ γεωπέδων ἀρκέων ἐστὶ βίος Hdt.l.c., τὸν πριάμενον ... ὧν ἔλαχεν οἰκοπέδων ἢ γηπέδων Pl.Lg.741c, cf. Arist.Pol.1263a3, Lyc.617, IG l.c.
•terreno, solar Hsch.l.c., Phot.γ 107.
Greek Monotonic
γήπεδον: Δωρ. και Τραγ. γά-πεδον, τό, τεμάχιο, κομμάτι γης, σε Αισχύλ.· πρβλ. γεώ-πεδον.
Russian (Dvoretsky)
γήπεδον: ион. γεώπεδον или γεωπέδιον τό участок земли Her., Plat., Arst.
Middle Liddell
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γήπεδον -ου, τό, Dor. γάπεδον -ου [γῆ, πέδον stuk grond.