βαθύκρημνος: Difference between revisions

From LSJ

τέλος δεδωκώς Xθύλου, σoι χάριν φέρω → having given the end of Cthulhu, I confer a favor on you

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''βαθύκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> утесистый, обрывистый (ἀκταί Pind.);<br /><b class="num">2)</b> с крутыми берегами (ἅλς Pind.).
|elrutext='''βαθύκρημνος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[утесистый]], [[обрывистый]] (ἀκταί Pind.);<br /><b class="num">2)</b> с крутыми берегами (ἅλς Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 09:38, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βᾰθῠκρημνος Medium diacritics: βαθύκρημνος Low diacritics: βαθύκρημνος Capitals: ΒΑΘΥΚΡΗΜΝΟΣ
Transliteration A: bathýkrēmnos Transliteration B: bathykrēmnos Transliteration C: vathykrimnos Beta Code: baqu/krhmnos

English (LSJ)

ον, A with high cliffs, ἅλς Pi.I.4(3).56; β.ἀκταί deep and rugged banks, Id.N.9.40; Συήνη D.P.244, cf. 618.

German (Pape)

[Seite 424] tief abschüssig. ἀκταί Pind. N. 9, 40; νῆσος Dion. Per. 618; ἅλς, mit steilen Uferabhängen, Pind. I. 3, 74.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰθύκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ἅλς Πίνδ. Ι. 4. 96· β. ἀκταί, ὑψηλαὶ καὶ ἀπόκρημνοι, ὁ αὐτ. Ν. 9. 95.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux roches escarpées.
Étymologie: βαθύς, κρημνός.

English (Slater)

βᾰθύκρημνος, -ον
1 with high precipices βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου (N. 9.40) γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (Heyne: -κρήμνου codd.) (I. 4.56)

Spanish (DGE)

(βᾰθύκρημνος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
• Morfología: [gen. -οιο D.P.244]
de profundos acantilados o despeñaderos βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ... θέναρ Pi.I.3(4).74, ἀκταὶ Ἑλώρου Pi.N.9.40, νῆσοι D.P.618, Κάσιος D.P.880, Ταῦρος D.P.849, Συήνη D.P.244
fig. de la herejía πλάνη Amph.Seleuc.203.

Greek Monolingual

βαθύκρημνος, -ον (AM)
με ψηλούς βράχους, απόκρημνος.

Greek Monotonic

βᾰθύκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς και απότομους γκρεμούς· ἅλς, σε Πίνδ.· βαθύκρημνοι ἀκταί, υψηλές και απόκρημνες ακτές, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

βαθύκρημνος:
1) утесистый, обрывистый (ἀκταί Pind.);
2) с крутыми берегами (ἅλς Pind.).

Middle Liddell


with high cliffs, ἅλς Pind.; β. ἀκταί deep and rugged headlands, Pind.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαθύκρημνος -ον βαθύς, κρημνός met diepe oevers of kusten.