συλλοχίζω: Difference between revisions

From LSJ

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συλλοχίζω:''' (о солдатах или войсковых подразделениях)<br /><b class="num">1)</b> сводить, соединять (εἰς ἓν [[τάγμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).
|elrutext='''συλλοχίζω:''' (о солдатах или войсковых подразделениях)<br /><b class="num">1)</b> [[сводить]], [[соединять]] (εἰς ἓν [[τάγμα]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[разбивать]], [[распределять]] (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);<br /><b class="num">3)</b> выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:32, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συλλοχίζω Medium diacritics: συλλοχίζω Low diacritics: συλλοχίζω Capitals: ΣΥΛΛΟΧΙΖΩ
Transliteration A: syllochízō Transliteration B: syllochizō Transliteration C: syllochizo Beta Code: sulloxi/zw

English (LSJ)

A embody or incorporate soldiers, εἰς ἓν τάγμα Plu.Galb. 15 (cj. for -ήσας) ; εἰς ἑκατοστύας Id.Rom.8, cf. App.BC5.3; κατὰ φῦλα Plu.2.761b; cf. συλλοχάω. II arrange λόχοι in order (cf.sq.), Ael.Tact.3.2,4, Arr.Tact.5.2.

German (Pape)

[Seite 976] mit Andern in λόχους vertheilen, δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἑκατοστύας, Plut. Rom. 8.

Greek (Liddell-Scott)

συλλοχίζω: συγχωνεύω εἰς λόχους, συνενώνω, εἰς ἓν τάγμα Πλουτ. Γάλβ. 15· εἰς ἑκατοστύας ὁ αὐτ. ἐν Νουμ. 8, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 3· κατὰ φῦλα Πλούτ. 2. 761Β· ― ἴδε συλλοχάω.

French (Bailly abrégé)

1 réunir par compagnies en un groupe;
2 distribuer ou répartir par compagnies.
Étymologie: σύν, λόχος.

Greek Monolingual

Α
1. συνενώνω σε μία στρατιωτική μονάδα («οὕς εἰς ἕν τάγμα ὁ Νέρων συλλοχίσας», Πλούτ.)
2. διαμοιράζω στρατιωτική δύναμη σε μικρότερες μονάδες («δύναμις συλλελοχισμένη εἰς ἐκατοστύας», Πλούτ.)
3. παρατάσσω στρατιώτες συντεταγμένους σε λόχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + λοχίζω (< λόχος)].

Greek Monotonic

συλλοχίζω: μέλ. -σω, ενώνω τους στρατιώτες σε σώματα, τους συνενώνω σε στρατιωτικές μονάδες, λόχους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

συλλοχίζω: (о солдатах или войсковых подразделениях)
1) сводить, соединять (εἰς ἓν τάγμα Plut.);
2) разбивать, распределять (τὴν δύναμιν εἰς ἑκατοστύας Plut.);
3) выстраивать (τοὺς Ἀχαιοὺς κατὰ φῦλα Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συλλοχίζω [σύν, λόχος] onderbrengen in (legerafdelingen), met εἰς + acc.

Middle Liddell

fut. σω
to incorporate soldiers, Plut.