φιλόδωρος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
mNo edit summary |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φιλόδωρος:'''<br /><b class="num">1)</b> любящий дарить, щедрый Xen.: φ. τινος Plat. щедрый на что-л. или в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> щедрый, обильный ([[πρᾶγμα]] Dem.). | |elrutext='''φιλόδωρος:'''<br /><b class="num">1)</b> любящий дарить, щедрый Xen.: φ. τινος Plat. щедрый на что-л. или в чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[щедрый]], [[обильный]] ([[πρᾶγμα]] Dem.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 10:40, 19 August 2022
English (LSJ)
ον, A bountiful, Cratin.328, X.Mem.3.1.6, Plu.Alex.48, etc.; of God, Ph.1.50, al.; τὸ φιλόδωρον = φιλοδωρία (generosity), Plu.Ant.43. Adv. φιλοδώρως = generously Pl.Tht. 146d. 2 c. gen., giving bountifully of, εὐμενείας Id.Smp.197d. II fond of receiving gifts or fond of receiving bribes, πόλις App.Sam.11. III of actions, etc., munificent, πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φ. D.18.112.
German (Pape)
[Seite 1279] gern schenkend, freigebig; εὐμενείας Plat. Conv. 197 d; Ggstz von πλεονέκτης, Xen. Mem. 3, 1,6; Dem. 18, 112. – Adv. φιλοδώρως, ἓν αἰτηθεὶς πολλὰ δίδως Plat. Theaet. 146 d.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόδωρος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ δίδῃ δῶρα, γενναιόδωρος, Κρατῖνος ἐν Ἀδήλ. 6, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 6, Πλούτ., κλπ.· ― τὸ φ. = φιλοδωρία, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντων. 43. ― Ἐπίρρ. -ρως, Πλατ. ἐν Θεαιτ. 146D. 2) μετὰ γεν., ὁ δίδων ἀφθόνως ἔκ τινος, εὐμενείας ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 197D· φιλοδωρότατος τῶν ἐγκωμίων Συνέσ. 239Β. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἄφθονος, πρᾶγμα φιλάνθρωπον καὶ φ. Δημ. 264. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à donner, généreux, libéral ; τὸ φιλόδωρον la générosité, la munificence.
Étymologie: φίλος, δῶρον.
Spanish
Greek Monolingual
-ον, Α
1. γενναιόδωρος
2. αυτός που παρέχει κάτι με αφθονία («φιλόδωρος εύμενείας, άδωρος δυσμενείας», Πλάτ.)
3. αυτός που του αρέσει να παίρνει δώρα
4. (για ενέργειες) αυτός που χαρακτηρίζεται από γενναιοδωρία («τῶν δόντα τι τῶν ἰδίων καὶ ποιήσαντα πρᾶγμα... φιλόδωρον», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόδωρον
η φιλοδωρία.
επίρρ...
φιλοδώρως Α
με φιλόδωρο τρόπο, με γενναιοδωρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -δωρος (< δῶρον), πρβλ. μισθό-δωρος].
Greek Monotonic
φῐλόδωρος: -ον (δῶρον),
I. αυτός που αγαπά να δίνει, γενναιόδωρος, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, άφθονος, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόδωρος:
1) любящий дарить, щедрый Xen.: φ. τινος Plat. щедрый на что-л. или в чем-л.;
2) щедрый, обильный (πρᾶγμα Dem.).
Middle Liddell
φῐλό-δωρος, ον, δῶρον
I. fond of giving, bountiful, Xen.
II. of things, munificent, Dem.