χῆρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeralboth memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''χῆρος:'''<br /><b class="num">1)</b> опустевший, осиротевший (μέλαθρα Eur.; [[δόμος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный (τινος Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ вдовец Arst.
|elrutext='''χῆρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[опустевший]], [[осиротевший]] (μέλαθρα Eur.; [[δόμος]] Anth.);<br /><b class="num">2)</b> лишенный (τινος Anth.).<br /><b class="num">II</b> ὁ вдовец Arst.
}}
}}

Revision as of 10:41, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῆρος Medium diacritics: χῆρος Low diacritics: χήρος Capitals: ΧΗΡΟΣ
Transliteration A: chē̂ros Transliteration B: chēros Transliteration C: chiros Beta Code: xh=ros

English (LSJ)

A v. χήρα.

German (Pape)

[Seite 1354] 3, auch 2 Endgn, beraubt, entblößt, entbehrend, τινός, στελεοῦ χῆρον φάρσος Phani. 4 (VI, 297); δρυμοὶ χῆροι Antiphan. 6 (IX, 84); bes. des Gatten od. der Gattinn beraubt, verwittwe't, Wittwer, Wittwe; Hom. nur im fem., s. oben χήρα; χῆρον λέχος Ap. Rh. 3, 662; auch der Eltern beraubt, verwais't, στυγναὶ ὄψεις χήρων μελάθρων Eur. Alc. 865. – Die Wurzel ist χα'Ω, verwandt mit χῆτος u. ä., lat. careo.

Greek (Liddell-Scott)

χῆρος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χήρα ΙΙ. ΙΙ. χῆρος, ὁ, ἴδε ἐν λ. χήρα Ι. 3.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 dépouillé, vide ; avec un gén. : privé ou dépouillé de;
2 particul. privé d’un parent seul. au fém. et ion. χήρη, et spécial. privée d’un mari : χήρη τινός IL privée d’un mari, veuve ; ἡ χήρα, la veuve.
Étymologie: R. Χα, s’écarter ; cf. χωρίς, χάζομαι.

Greek Monolingual

(I)
-ήρα, -ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α
μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ.
β. «χήρα εὐνή», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»].
(II)
ο / χῆρος, ΝΜΑ
άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και παραμένει άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. χῆρος.

Greek Monotonic

χῆρος: -α, -ον,
I. βλ. χήρα II· II.χῆρος, ὁ, βλ. χήρα I.

Russian (Dvoretsky)

χῆρος:
1) опустевший, осиротевший (μέλαθρα Eur.; δόμος Anth.);
2) лишенный (τινος Anth.).
II ὁ вдовец Arst.