θεατής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεᾱτής:''' ион. [[θεητής]], οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.: θεαταὶ σοφιστῶν Thuc. слушатели софистических диспутов;<br /><b class="num">2)</b> обозреватель (τῆς χώρης Her.);<br /><b class="num">3)</b> созерцатель (τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.).
|elrutext='''θεᾱτής:''' ион. [[θεητής]], οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.: θεαταὶ σοφιστῶν Thuc. слушатели софистических диспутов;<br /><b class="num">2)</b> [[обозреватель]] (τῆς χώρης Her.);<br /><b class="num">3)</b> [[созерцатель]] (τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:37, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεᾱτής Medium diacritics: θεατής Low diacritics: θεατής Capitals: ΘΕΑΤΗΣ
Transliteration A: theatḗs Transliteration B: theatēs Transliteration C: theatis Beta Code: qeath/s

English (LSJ)

Ion. θεητής, οῦ, ὁ, (θεάομαι) A one who sees or goes to see, τῆς χώρης Hdt.3.139, cf. E. Ion301; in the theatre, spectator, Ar.Nu.575, al.; θ. σοφιστῶν Th. 3.38; one who contemplates, τἀληθοῦς Arist.EN1098a31.

German (Pape)

[Seite 1190] ὁ, Zuschauer; Eur. Ion 301; Ar. Nubb. 575; Thuc. 3, 38; übertr., τοῦ ἀληθοῦς Arist. eth. 1, 7; ion. θεητής, Her. 3, 139.

Greek (Liddell-Scott)

θεᾱτής: Ἰων. θεητής, ὁ, (θεάομαι) ὁ θεώμενος, Ἡρόδ. 3. 139, Εὐρ. Ἴωνι 301, Ἀριστοφ. Νεφ. 575, κ. ἀλλ.· θ. σοφιστῶν Θουκ. 3. 38· θ. τοῦ ἀληθοῦς Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 19· - θεατήρ, Φώτ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui contemple.
Étymologie: θεάομαι.

Greek Monolingual

ο (Α θεατὴς, ιων. τ. θεητὴς) θεώμαι
1. αυτός που θεάται, αυτός που παρατηρεί κάτι με ενδιαφέρον ή πηγαίνει να δει κάτι, ο παρατηρητής («θεατὴς τῆς χώρης», Ηρόδ.)
2. αυτός που παρακολουθεί παράσταση ή άλλο δημόσιο θέαμα
νεοελλ.
ο αμέτοχος και απαθής παρατηρητής μιας ενέργειας ή ενός γεγονότος («παρέμεινα απαθής θεατής της λογομαχίας»
αρχ.
αυτός που ερευνά, που εξετάζει με ενδιαφέρον («θεατὴς τἀληθοῦς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

θεᾱτής: Ιων. θεητής, ὁ (θεάομαι), αυτός που παρατηρεί, ο θεατής, σε Ηρόδ., Ευρ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

θεᾱτής: ион. θεητής, οῦ ὁ
1) досл. зритель, тж. свидетель, слушатель Eur., Arph., Arst.: θεαταὶ σοφιστῶν Thuc. слушатели софистических диспутов;
2) обозреватель (τῆς χώρης Her.);
3) созерцатель (τοῦ ἀληθοῦς Arst.; τῆς ἀρετῆς Plut.).

Middle Liddell

θεάομαι
one who sees, a spectator, Hdt., Eur., etc.

English (Woodhouse)

spectator, at a show

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)