κατάφευξις: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 27: Line 27:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάφευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> бегство: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;<br /><b class="num">2)</b> убежище ([[ἀσφαλής]] Thuc.).
|elrutext='''κατάφευξις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> бегство: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;<br /><b class="num">2)</b> [[убежище]] ([[ἀσφαλής]] Thuc.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 12:45, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφευξις Medium diacritics: κατάφευξις Low diacritics: κατάφευξις Capitals: ΚΑΤΑΦΕΥΞΙΣ
Transliteration A: katápheuxis Transliteration B: katapheuxis Transliteration C: katafefksis Beta Code: kata/feucis

English (LSJ)

εως, ἡ, A flight for refuge, κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Th.7.41. II place of refuge, ib.38.

German (Pape)

[Seite 1388] ἡ, Zuflucht, Zufluchtsort; ἀσφαλής Thuc. 7, 38; ποιεῖσθαι εἰς τὸν ὃρμον, = καταφεύγειν, 7, 41.

Greek (Liddell-Scott)

κατάφευξις: -εως, ἡ, καταφυγὴ πρὸς ἀσφάλειαν; κ. ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Θουκ. 7. 41. ΙΙ. καταφύγιον, τόπος πρὸς ἀσφάλειαν, κ. ἀσφαλὴς αὐτόθι 38.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de fuir, fuite;
2 place de refuge.
Étymologie: καταφεύγω.

Greek Monolingual

κατάφευξις, ἡ (Α) καταφέρνω
1. καταφυγή για ασφάλεια («Ἀθηναῖοι τὴν κατάφευξιν ἐποιοῦν το εἰς τὸν ἑαυτῶν ὅρμον» — οι Ἀθηναῖοι κατέφευγαν στον όρμο τους, Θουκ.)
2. τόπος ασφαλής, καταφύγιο.

Greek Monotonic

κατάφευξις: -εως, ἡ,
I. καταφυγή προς ασφάλεια, σε Θουκ.
II. τόπος διαφυγής, καταφύγιος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κατάφευξις: εως ἡ
1) бегство: τὴν κατάφευξιν ποιεῖσθαι ἐς τὸν ὅρμον Thuc. спасаться бегством в (свою) стоянку;
2) убежище (ἀσφαλής Thuc.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφευξις -εως, ἡ [καταφεύγω] toevlucht, toevluchtsoord.

Middle Liddell

κατάφευξις, εως [from καταφεύγω
I. flight for refuge, Thuc.
II. a place of refuge, Thuc.