Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀνδροδάμας: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
m (Text replacement - "v. l." to "v.l.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνδροδάμας:''' αντος adj.<br /><b class="num">1)</b> укрощающий мужей ([[φόβος]], [[οἶνος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> умертвившая (своего) супруга ([[Ἐριφύλη]] Pind.).
|elrutext='''ἀνδροδάμας:''' αντος adj.<br /><b class="num">1)</b> укрощающий мужей ([[φόβος]], [[οἶνος]] Pind.);<br /><b class="num">2)</b> [[умертвившая]] (своего) супруга ([[Ἐριφύλη]] Pind.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[δαμάζω]]<br />man-[[taming]], Pind.
|mdlsjtxt=[[ἀνήρ]], [[δαμάζω]]<br />man-[[taming]], Pind.
}}
}}

Revision as of 13:30, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροδάμας Medium diacritics: ἀνδροδάμας Low diacritics: ανδροδάμας Capitals: ΑΝΔΡΟΔΑΜΑΣ
Transliteration A: androdámas Transliteration B: androdamas Transliteration C: androdamas Beta Code: a)ndroda/mas

English (LSJ)

[δᾰ], αντος, ὁ, ἡ, A man-taming, φόβος, ῥιπὰ οῐνου, Pi.N.3.39, Fr.166; man-slaying, of Eriphyle, Id.N.9.16 (ubi al. ἀνδροδάμαν τ' pro-δάμαντ'). II arsenical pyrites, Ps.-Democr.Alch.p.45B.

German (Pape)

[Seite 218] αντος, Männer überwältigend, φόβος Pind. N. 3, 37; den Gatten tödtend, Ἐριφύλη 9, 16.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροδάμας: [ᾰ] αντος, ὁ, ἡ, (δαμάω) ὁ καταδαμάζων τοὺς ἄνδρας, φόβος, οἶνος Πινδ. Ν. 3. 67· Ἀποσπ. 147· ἀνδροφόνος, περὶ τῆς Ἐριφύλης, ὁ αὐτ. Ν. 9. 37 (ἔνθα ἄλλοι «ἀνδροδάμαν τ’» ἀντὶ «-δάμαντ’»).

French (Bailly abrégé)

αντος (ὁ, ἡ)
1 qui dompte les hommes;
2 qui tue son époux.
Étymologie: ἀνήρ, δαμάω.

English (Slater)

ἀνδροδᾰμας
   a that conquers man φόβος ἀνδροδάμας (N. 3.39) ἀνδροδάμαντα δ' ἐπεὶ Φῆρες δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου (supp. Casaubon, Boeckh: ὀδαμαν codd. Athenaei) fr. 166. 1.
   b murdering her husband ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν (ἀνδρομάδαν τ v.l.: ἀνδροδάμαν δ coni. Schneidewin: ἡ γὰρ Ἐριφύλη τὸν ἑαυτῆς ἄνδρα Ἀμφιάραον προὔδωκεν εἰς φόνον. Σ.) (N. 9.16)

Spanish (DGE)

-αντος
I 1que somete, encadena a los hombres φόβος ἀνδροδάμας Pi.N.3.39, ἀνδροδάμαντα ... ῥιπὰν ... οἴνου Pi.Fr.166.
2 que mata, destruye ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν Pi.N.9.16.
II 1pirita Ps.Democr.p.45.
2 marcasita plateada Plin.HN 36.146, 37.144.

Greek Monolingual

ἀνδροδάμας, ο, η, (Α)
1. εκείνος που καταδαμάζει τους άνδρες
2. ανδροφόνος, αντροφονιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + -δάμας < δάμνημι «δαμάζω»].

Greek Monotonic

ἀνδροδάμας: [ᾰ], -αντος, ὁ, ἡ (ἀνήρ, δαμάζω), αυτός που δαμάζει τους άνδρες, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροδάμας: αντος adj.
1) укрощающий мужей (φόβος, οἶνος Pind.);
2) умертвившая (своего) супруга (Ἐριφύλη Pind.).

Middle Liddell

ἀνήρ, δαμάζω
man-taming, Pind.