γοερός: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γοερός:'''<br /><b class="num">1)</b> печальный, скорбный, жалобный (δάκρυα Eur.; [[μέλος]] Arst.; [[φωνή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> скорбящий, удрученный печалью (ἥξει τι [[μέλος]] γοερὸν γοεραῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> повергающий в скорбь ([[πάθη]] Aesch.).
|elrutext='''γοερός:'''<br /><b class="num">1)</b> печальный, скорбный, жалобный (δάκρυα Eur.; [[μέλος]] Arst.; [[φωνή]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[скорбящий]], [[удрученный печалью]] (ἥξει τι [[μέλος]] γοερὸν γοεραῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> повергающий в скорбь ([[πάθη]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 15:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοερός Medium diacritics: γοερός Low diacritics: γοερός Capitals: ΓΟΕΡΟΣ
Transliteration A: goerós Transliteration B: goeros Transliteration C: goeros Beta Code: goero/s

English (LSJ)

ά, όν, (γόος) of things, A mournful, distressful, θρῆνοι Erinna6.8 codd.; πάθη A.Ag.1176 (lyr.); δάκρυα E.Ph.1567 (lyr.); τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Arist.Pr.922b19. II of persons, wailing, lamenting, ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84; of the nightingale, Call.Lav.Pall.94. Adv. -ρῶς D.T. 629.21, Eust. 1147.9.

German (Pape)

[Seite 500] (γόος), 1) klagend, jammernd; νόμον ἱεῖσα γοερόν Eur. Hel. 188; δάκρυα Phoen. 1567; μέλος Hec. 84; auch Sp. Prof., γοερὸν φθέγγεσθαι Luc. luct. 13; vgl. sacrif. 12. – 2) beklagenswerth, jämmerlich, Aesch. Ag. 1149. – Adv. γοερῶς, Schol. Aesch. Pers. 1049.

Greek (Liddell-Scott)

γοερός: -ά, -όν, (γόος) ἐπὶ πραγμάτων, θλιβερός, λυπηρός, θρῆνοι Ἤριννα 2 Bgk.· πάθη Αἰσχύλ. Ἀγ. 1176· δάκρυα, γάμος Εὐρ. Φοιν. 1567, κτλ.· τὸ γ. καὶ ἡσύχιον μέλος Ἀριστ. Προβλ. 19. 48. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, θρηνῶν, ὀδυρόμενος, Εὐρ. Ἑκ. 84· ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 94.― Ἐπίρρ. –ρῶς Εὐστ. 1147. 9.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
1 gémissant (rythme, chant, etc.) ; adv. • γοερὸν φθέγγεσθαι LUC faire entendre des gémissements;
2 qui provoque les gémissements, lamentable.
Étymologie: γόος.

Spanish (DGE)

-ά, -όν
I 1de abstr. que suscita lamentos πάθη A.A.1176, ἀνίη A.R.4.19, μόρον IUrb.Rom.1393.1, cf. MAMA 1.88.4, IMylasa 493.3.
2 del llanto y la voz plañidero, luctuoso, lastimero δάκρυα E.Ph.1567, ISmyrna 523.8 (II a.C.), νόμον E.Hel.189, μέλος Arist.Pr.922b19, del canto del ruiseñor, Call.Lau.Pall.94, γοερόν τι μυκᾶσθαι mugir de un modo lastimero Luc.Sacr.12, cf. Luct.13, φωνή Adam.2.42, στόματα Mosch.3.15, ὀπωπαί Colluth.338
tb. de pers. ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς E.Hec.84
subst. τὸ γ. καὶ θρηνητικόν Plu.2.623a
neutr. como adv. de un modo lastimero φθεγγόμενοι γ. Ath.174f, γ. περιμηκήσωνται Orph.L.209, ἐσύρισε γ. ὡς ἐρῶν Longus 2.37.3.
II adv. -ῶς con lamentos D.T.629.21, Eust.1147.10.
• Etimología: v. γοάω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM γοερός και γοηρός, -ά, -όν) γόος
με γόους, θρηνητικός
αρχ.
αξιοθρήνητος.

Greek Monotonic

γοερός: -ά, -όν (γόος),
I. λέγεται για πράγματα, πένθιμος, θλιβερός, αξιοθρήνητος, σε Αισχύλ., Ευρ.
II. λέγεται για πρόσωπα, οδυρόμενος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γοερός:
1) печальный, скорбный, жалобный (δάκρυα Eur.; μέλος Arst.; φωνή Plut.);
2) скорбящий, удрученный печалью (ἥξει τι μέλος γοερὸν γοεραῖς Eur.);
3) повергающий в скорбь (πάθη Aesch.).

Middle Liddell

γόος
I. of things, mournful, lamentable, Aesch., Eur.
II. of persons, lamenting, Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γοερός -ά -όν γόος droevig, smartelijk :. γοερόν τι φθεγγόμενος een smartelijk geluid makend Luc. 40.13.