καθείργνυμι: Difference between revisions

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 , $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰθείργνῡμι:''' ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]], [[заключать]] (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς [[λοφεῖον]] Arph.; εἰς τὸν [[περίβολον]] Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τὴν σκηνήν τινα Plut.): κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. обложить кого-л. хворостом (для сожжения); οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. осужденные на смерть узники; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κακίαν Plut. целиком предаться пороку;<br /><b class="num">2)</b> вводить в надлежащие рамки, ограничивать (τὴν μακρολογίαν Plat.).
|elrutext='''κᾰθείργνῡμι:''' ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)<br /><b class="num">1)</b> [[запирать]], [[заключать]] (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς [[λοφεῖον]] Arph.; εἰς τὸν [[περίβολον]] Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τὴν σκηνήν τινα Plut.): κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. обложить кого-л. хворостом (для сожжения); οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. осужденные на смерть узники; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κακίαν Plut. целиком предаться пороку;<br /><b class="num">2)</b> [[вводить в надлежащие рамки]], [[ограничивать]] (τὴν μακρολογίαν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ionic κατ- aor1 καθεῖρξα<br />to [[shut]] in, [[enclose]], [[confine]], [[imprison]], Od., Hdt., [[attic]]
|mdlsjtxt=ionic κατ- aor1 καθεῖρξα<br />to [[shut]] in, [[enclose]], [[confine]], [[imprison]], Od., Hdt., [[attic]]
}}
}}

Revision as of 16:15, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθείργνῡμι Medium diacritics: καθείργνυμι Low diacritics: καθείργνυμι Capitals: ΚΑΘΕΙΡΓΝΥΜΙ
Transliteration A: katheírgnymi Transliteration B: katheirgnymi Transliteration C: katheirgnymi Beta Code: kaqei/rgnumi

English (LSJ)

and in Luc.Am.39 καθείργω (= κατείργω, q.v.): aor. 1 A καθεῖρξα E.Ba.618 (troch.), etc.:—shut in, confine, usually of animals or persons, κατὰ συφεοῖσιν ἐέργνυ Od.10.238; οὗ καθεῖρξ' ἡμᾶς E.Ba.l.c.; τὸν πατέρα… ἔνδον καθείρξας Ar.V.70, cf. Cratin.72, Lys. Fr.75.4, Pl.Tht.197e; κηρίνοις πλάσμασι κ. ib.200c; ἐν τῷ σταυρώματι X.HG3.2.3; ἐν οἰκίσκῳ D.18.97. 2 rarely of things, καθεῖρξαι χρυσὸν ἐν δόμοις Anan.3; τὴν σελήνην… ἐς λοφεῖον Ar.Nu.751; τὴν μακρολογίαν κ. confine it within bounds, Pl.Grg.461d.

German (Pape)

[Seite 1282] (s. εἵργνυμι u. vgl. κατείργω), einschließen, einsperren; οὐ καθεῖρξ' ἡμᾶς Eur. Bacch. 618; εἰς τὸν καλιὸν καθείργνυται Cratin. bei Poll. 10, 160; καθείργνυσι τὴν τοῦ πυρὸς δύναμιν Plat. Tim. 45 e; κηρίνοις πλάσμασι καθείρξας Theaet. 200 b; εἰς τὸν περίβολον 197 e; οἱ ἐν τῇ πόλει καθείρξαντες ὑμᾶς Dem. 3, 31; καθειργμένοι ἐν τῷ σταυρώματι Xen. Hell. 3, 2, 3; εἰς οἴκημα Plut. Lyc. 26; οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι S. N. V. 10.

French (Bailly abrégé)

impf. καθείργνυον, f. καθείρξω, ao. καθεῖρξα, Pass. part. pf. καθειργμένος;
enfermer, emprisonner.
Étymologie: κατά, εἵργνυμι.

Greek Monolingual

καθείργνυμι (AM)
βλ. καθειργνύω.

Greek Monotonic

καθείργνῡμι: Ιων. κατ-· αόρ. αʹ καθεῖρξα· εγκλείω, κλείνω μέσα, περικλείω, εσωκλείω, περιορίζω, φυλακίζω, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ., Αττ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθείργνῡμι: ион. κᾰτείργνῡμι (impf. κᾰθείργνυν, fut. καθείρξω, aor. καθεῖρξα; part. pf. pass. καθειργμένος)
1) запирать, заключать (τινά συφεοῖσιν Hom. - in tmesi; ἐν τῷ σταυρώματι Xen.; ἐς λοφεῖον Arph.; εἰς τὸν περίβολον Plat.; ἐν τῇ πόλει τινάς Dem.; εἰς τὴν σκηνήν τινα Plut.): κ. τινὰ ἐς μέσα τὰ φρύγανα Her. обложить кого-л. хворостом (для сожжения); οἱ ἐπὶ θανάτῳ καθειργνύμενοι Plut. осужденные на смерть узники; κ. ἑαυτὸν εἰς τὴν κακίαν Plut. целиком предаться пороку;
2) вводить в надлежащие рамки, ограничивать (τὴν μακρολογίαν Plat.).

Middle Liddell

ionic κατ- aor1 καθεῖρξα
to shut in, enclose, confine, imprison, Od., Hdt., attic