μικρολόγος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑκρολόγος:''' и σμῑκρολόγος<br /><b class="num">1)</b> питающий пристрастие к пустякам, мелочной, придирчивый Dem., Isocr., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> скупой, скаредный Luc.
|elrutext='''μῑκρολόγος:''' и σμῑκρολόγος<br /><b class="num">1)</b> питающий пристрастие к пустякам, мелочной, придирчивый Dem., Isocr., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[скупой]], [[скаредный]] Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[reckoning]] trifles; and so,<br /><b class="num">1.</b> caring [[about]] [[petty]] expenses, [[penurious]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[cavilling]] [[about]] trifles, [[captious]], Plat.
|mdlsjtxt=<br />[[reckoning]] trifles; and so,<br /><b class="num">1.</b> caring [[about]] [[petty]] expenses, [[penurious]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> [[cavilling]] [[about]] trifles, [[captious]], Plat.
}}
}}

Revision as of 16:20, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρολόγος Medium diacritics: μικρολόγος Low diacritics: μικρολόγος Capitals: ΜΙΚΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: mikrológos Transliteration B: mikrologos Transliteration C: mikrologos Beta Code: mikrolo/gos

English (LSJ)

or σμικρ-, ον, A counting trifles, careful about trifles; and so, 1 caring about petty expenses, penurious, D.59.36, Thphr. Char.10.1, Hyp.Fr.255, etc.; σὺ δὲ μ. ἄρ' οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (sc. ἐμβάδας) Men.109.4. 2 cavilling about trifles, captious, μ. καὶ μεμψίμοιρος Isoc.12.8; μ. καὶ μικρολύπους Plu. 2.171b; petty, Pl.Smp.210d. Adv. -γως Plu.2.730b.

German (Pape)

[Seite 184] Kleinigkeiten sammelnd, der sich aus Kleinigkeiten Etwas macht, auf Kleinigkeiten achtet; ἀνελεύθεροι καὶ μικρολόγοι Μεγαρεῖς, Dem. 59, 36; dem σεμνός entgeggstzt, Plut. ad. et am. discr. 38 u. öfter; καὶ μεμψίμοιρον, δυσάρεστον, vom Alter, das auf Kleinigkeiten ein großes Gewicht legt, peinlich, mürrisch, Isocr. 12, 8, wie Luc. Prom. 17; καὶ ὀργίλος καὶ φιλόνεικος, Hermot. 80; oes. kleinlich, schmutzig geizig, Luc. u. a. Sp., wie Hdn. 2, 3, 22; Ath. I, 3 d, wo es der μεγαλοψυχία entgeggstzt ist; – μικρολόγως ἐγκαλεῖν, Plut. Symp. 8, 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρολόγος: ἢ σμικρ-, ον, (ἴδε μικρός)· ― ὁ συλλέγων μηδαμινὰ πράγματα, περὶ μηδαμινῶν φροντίζων· ἑπομένως, Ι. ὁ φροντίζων περὶ μικρῶν δαπανῶν, φειδωλός, γλίσχρος, Δημ. 1357. 9, κτλ.· σὺ δὲ μ. ἄρ’ οὐ θέλων καινὰς πρίασθαι (δηλ. ἐμβάδας) Μένανδρ. ἐν «Δεισ.» 2. 2) ὁ προσέχων εἰς μικρὰς καὶ ἀναξίας λόγου λεπτομερείας, φιλόνεικος, Ἰσοκρ. 234C· μ. καὶ μικρολύπους Πλούτ. 2. 171Β· μικροπρεπής, Πλάτ. Συμπ. 210D· ― Ἐπίρρ. -γως, Πλούτ. 2. 730Β.

French (Bailly abrégé)

ou σμικρολόγος;
ος, ον :
1 minutieux, pointilleux, chicaneur;
2 mesquin, qui a un petit esprit ou un petit caractère.
Étymologie: μικρός, λόγος.

Greek Monolingual

-ο
μικρολόγος και σμικρολόγος -ον)
1. αυτός που μιλάει ή φροντίζει για ασήμαντα πράγματα
2. αυτός που δίνει προσοχή σε ασήμαντες λεπτομέρειες, σχολαστικός
αρχ.
1. αυτός που φροντίζει για μικρές δαπάνες, φειδωλός, τσιγγούνης
2. μικροπρεπής.
επίρρ...
μικρολόγως (Α)
με τρόπο που αρμόζει σε μικρολόγο, με ασημαντολογία, με σχολαστικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -λόγος].

Greek Monotonic

μῑκρολόγος: ή σμικρο-, αυτός που υπολογίζει και τα ασήμαντα πράγματα, απ' όπου,
1. αυτός που νοιάζεται ακόμη και για ασήμαντα έξοδα, τσιγκούνης, σε Δημ.
2. αυτός που προβάλλει συνεχώς επιπόλαιες ενστάσεις για ασήμαντα ζητήματα, που διακατέχεται από αρνητισμό, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρολόγος: и σμῑκρολόγος
1) питающий пристрастие к пустякам, мелочной, придирчивый Dem., Isocr., Luc.;
2) скупой, скаредный Luc.

Middle Liddell


reckoning trifles; and so,
1. caring about petty expenses, penurious, Dem.
2. cavilling about trifles, captious, Plat.