πανδημία: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "as Adv." to "as adverb")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''πανδημία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> весь народ в целом, поголовно все население (πανδημίαν ἐξάγειν Plat.): πανδημίᾳ Aesch. всенародно, единодушно;<br /><b class="num">2)</b> союз всех народов (πανδημίαν καθιστάναι Plut.).
|elrutext='''πανδημία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[весь народ в целом]], [[поголовно все население]] (πανδημίαν ἐξάγειν Plat.): πανδημίᾳ Aesch. всенародно, единодушно;<br /><b class="num">2)</b> союз всех народов (πανδημίαν καθιστάναι Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 16:31, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πανδημία Medium diacritics: πανδημία Low diacritics: πανδημία Capitals: ΠΑΝΔΗΜΙΑ
Transliteration A: pandēmía Transliteration B: pandēmia Transliteration C: pandimia Beta Code: pandhmi/a

English (LSJ)

ἡ, A the whole people, π. ἐξάγειν Pl.Lg.829b; π. καθιστάναι, of Theseus in Attica, Arist.Fr.384, Plu.Thes.25; πανδημίᾳ, as adverb, = πανδημεί, A.Supp. 607.

German (Pape)

[Seite 458] ἡ, das ganze Volk; Plat. Legg. VII, 829 a πανδημίαν ἐξάγειν; – πανδημίᾳ, = Vorigem, Aesch. Suppl. 602.

Greek (Liddell-Scott)

πανδημία: ἡ, σύμπαςλαός, π. ἐξάγειν Πλάτ. Νόμ. 829Β· π. καθιστάναι, ἐπὶ τοῦ Θησέως ἐν Ἀττικῇ, Ἀριστ. Ἀποσπ. 346· πανδημίᾳ, ὡς ἐπίρρ., = πανδημεί, πάντες ὁμοῦ, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 602.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
peuple entier ; adv. • πανδημίᾳ ESCHL c. πανδημεί.
Étymologie: πάνδημος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πάνδημος
νεοελλ.
επιδημία που εξαπλώνεται γρήγορα και προσβάλλει ολόκληρο τον πληθυσμό μιας χώρας
αρχ.
1. ολόκληρος ο λαός της πόλεως
2. (η δοτ. ως επίρρ.) πανδημίᾳ
πανδημεί, όλοι μαζί.

Greek Monotonic

πανδημία: ἡ, το σύνολο των ανθρώπων, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

πανδημία:
1) весь народ в целом, поголовно все население (πανδημίαν ἐξάγειν Plat.): πανδημίᾳ Aesch. всенародно, единодушно;
2) союз всех народов (πανδημίαν καθιστάναι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πανδημία -ας, ἡ [πάνδημος] het gehele volk; adv. πανδημίᾳ = πανδημεί.

Middle Liddell

πανδημία, ἡ,
the whole people, Plat.