φιλοτίμημα: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
m (Text replacement - "οῡμαι" to "οῦμαι")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλοτίμημα:''' ατος (τῑ) τό<br /><b class="num">1)</b> предмет честолюбия, амбиция (ἀνοήτων [[ἀνδρῶν]] φιλοτιμήματα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> честолюбивая щедрость или показное пожертвование, пышный дар (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).
|elrutext='''φιλοτίμημα:''' ατος (τῑ) τό<br /><b class="num">1)</b> [[предмет честолюбия]], [[амбиция]] (ἀνοήτων [[ἀνδρῶν]] φιλοτιμήματα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[честолюбивая щедрость или показное пожертвование]], [[пышный дар]] (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλοτίμημα, ατος, τό, [from [[φιλοτιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> an act of [[ambition]] or [[magnificence]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[rivalry]], Luc.
|mdlsjtxt=φῐλοτίμημα, ατος, τό, [from [[φιλοτιμέομαι]]<br /><b class="num">I.</b> an act of [[ambition]] or [[magnificence]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[rivalry]], Luc.
}}
}}

Revision as of 17:00, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοτῑμημα Medium diacritics: φιλοτίμημα Low diacritics: φιλοτίμημα Capitals: ΦΙΛΟΤΙΜΗΜΑ
Transliteration A: philotímēma Transliteration B: philotimēma Transliteration C: filotimima Beta Code: filoti/mhma

English (LSJ)

ατος, τό, A an act of ambition or ostentation, Ph. 2.589, Plu.Alc. 16(pl.), 2.822a (pl.). 2 thing on which one prides oneself, Luc.Tim.43 (pl.), Nav.40(pl.).

German (Pape)

[Seite 1287] τό, die Handlung eines φιλότιμος, Beweis von Ehrliebe, Ehrgeiz, bes. durch Pracht, Aufwand, Geschenke, z. B. φιλοτιμήματα πρὸς τὴν πόλιν Plut. Alc. 16, vgl. reip. ger. praec. 30.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοτίμημα: τό, πρᾶξις φιλοτιμίας ἢ μεγαλοπρεπείας, Πλουτ. Ἀλκ. 16., 2. 822Α. 2) φιλοδοξία, ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Λουκ. Τίμ. 43.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 ce qu’on fait par amour-propre, par émulation, ou en mauv. part par ostentation;
2 rivalité.
Étymologie: φιλοτιμέομαι.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α φιλοτιμοῦμαι
1. εκδήλωση φιλοδοξίας ή επίδειξης
2. καθετί για το οποίο είναι κανείς υπερήφανος.

Greek Monotonic

φῐλοτίμημα: -ατος, τό,
I. πράξη φιλοδοξίας ή μεγαλοπρέπειας, σε Πλούτ.
II. ανταγωνισμός, αντιζηλία, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοτίμημα: ατος (τῑ) τό
1) предмет честолюбия, амбиция (ἀνοήτων ἀνδρῶν φιλοτιμήματα Luc.);
2) честолюбивая щедрость или показное пожертвование, пышный дар (πρὸς τὴν πόλιν Plut.).

Middle Liddell

φῐλοτίμημα, ατος, τό, [from φιλοτιμέομαι
I. an act of ambition or magnificence, Plut.
II. rivalry, Luc.