κύβδα: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κύβδᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> головою вперед (ἐξελαύνειν τινά Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонившись]] (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.). | |elrutext='''κύβδᾰ:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[головою вперед]] (ἐξελαύνειν τινά Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[склонившись]] (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.). | ||
}} | }} |
Revision as of 19:31, 19 August 2022
English (LSJ)
Adv., (κύπτω) A with the head forwards, stooping forwards, sens. obsc., κ. ἦν πονευμένη Archil.32, cf. Ar.Eq.365, Th.489, S.Ichn. 122.
German (Pape)
[Seite 1522] mit vorwärts geneigtem, überhangendem Kopfe; Ar. Equ. 365 Th. 489, wie Archil. frg. 5; Macho bei Ath. XIII, 580 d, im obscönen Sinne; vgl. Ar. Th. 489.
Greek (Liddell-Scott)
κύβδᾰ: Ἐπίρρ. (κύπτω) μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, κύπτων πρὸς τὰ ἐμπρός, κεκυφότως, μετ’ αἰσχρᾶς σημασ. ἐπὶ ἀνδρός, Ἀρχίλ. 28, Ἀριστοφ. Ἱππ. 365, πρβλ. Θεσμ. 489.
French (Bailly abrégé)
adv.
en courbant la croupe sens obscène.
Étymologie: κύπτω.
Greek Monolingual
κύβδα (Α)
επίρρ. (με άσεμνη σημασία, για όρθια στάση πρωκτικής συνουσίας)
σκυφτά, με το σώμα λυγισμένο από τη μέση προς τα εμπρός και το κεφάλι προς τα κάτω («ἐξελῶ σε τῆς πυγῆς θύραζε κύβδα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κυβ- (< θ. κυπτ- του κύπτω, που εμφανίζει ηχηρό χειλικό -β- αντί τών -πτ-, αφομοιωτικά προς το ηχηρό οδοντικό -δ- που ακολουθεί) + επιρρμ. κατάλ. -δα (πρβλ. κρύβδα, μίγδα)].
Russian (Dvoretsky)
κύβδᾰ: adv.
1) головою вперед (ἐξελαύνειν τινά Arph.);
2) склонившись (κ. ἐχομένη τῆς δάφνης Arph.).