προσαναρρήγνυμι: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσαναρρήγνῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того разрывать]], [[растерзывать]] (τινά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> заставлять лопнуть (τῇ κραυγῇ τὸ [[ὑπόστημα]] Plut.). | |elrutext='''προσαναρρήγνῡμι:'''<br /><b class="num">1)</b> [[сверх того разрывать]], [[растерзывать]] (τινά Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[заставлять лопнуть]] (τῇ κραυγῇ τὸ [[ὑπόστημα]] Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 19:35, 19 August 2022
English (LSJ)
A lacerate in addition, Plu.Crass.25; τὸ σῶμα, i.e. caused haemorrhage, Id.Cleom.30: metaph., π. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας let them break out, Ph.2.372, cf. 479.
Greek (Liddell-Scott)
προσαναρρήγνῡμι: μέλλ. -ρήξω, διαρρηγνύω προσέτι, τι Πλουτ, Κράσσ. 25. ΙΙ. κάμνω τι νὰ διαρραγῇ, «σπάνω», τὸ ὑπόστημα ὁ αὐτ. ἐν Κλεομ. 30· ― μεταφορ., πρ. τὰς ἀδίκους ἐπιθυμίας Φίλων 2. 372, πρβλ. 479.
French (Bailly abrégé)
1 briser en outre;
2 faire rompre, faire éclater, acc..
Étymologie: πρός, ἀναρρήγνυμι.
Greek Monolingual
και προσαναρρηννύω Α
1. διαρρηγνύω, ξεσχίζω κάτι επί πλέον
2. μτφ. αφήνω να εκδηλωθεί, να ξεσπάσει κάτι («προσαναρρηγνὺς τὰς ἀδίκους», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἀναρρήγνυμι «ανοίγω, σχίζω, κάνω κάποιον να ξεσπάσει»].
Greek Monotonic
προσαναρρήγνῡμι: μέλ. -ρήξω, σπάζω, διαλύω κάτι επιπλέον, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
προσαναρρήγνῡμι:
1) сверх того разрывать, растерзывать (τινά Plut.);
2) заставлять лопнуть (τῇ κραυγῇ τὸ ὑπόστημα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αναρρήγνυμι ook nog openscheuren:. τῇ κραυγῇ... τὸ σῶμα προσαναρρήξας met zijn krijgsgeschreeuw deed hij zijn longen verder openscheuren Plut. Agis et Cl. 51(30).3.