ὑποκορισμός: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> ласкательное прозвище Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. уменьшительная форма Arst. | |elrutext='''ὑποκορισμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[ласкательное прозвище]] Plut.;<br /><b class="num">2)</b> грам. уменьшительная форма Arst. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ὑποκορισμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ὑποκόρισμα]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> the use of diminutives, Arist. | |mdlsjtxt=[[ὑποκορισμός]], οῦ, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> = [[ὑποκόρισμα]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> the use of diminutives, Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:20, 19 August 2022
English (LSJ)
ὁ, A blandishments, use of endearing names, Plu.Thes.14, Alciphr.3.33. 2 use of diminutives, Arist.Rh.1405b28.
German (Pape)
[Seite 1221] ὁ, = Vorigem, Plut. Thes. 14; Arist. rhet. 3, 2 E. erkl. ὑποκορισμὸς ὃς ἔλαττον ποιεῖ καὶ τὸ κακὸν καὶ τὸ ἀγαθόν, und führt als Beispiele die Verkleinerungswörter χρυσιδάριον, ἱματιδάριον u. ä. an.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκορισμός: ὁ, = τῷ προηγ. Πλουτ. Θησ. 14, Ἀλκίφρων 3. 33. 3) ἡ χρῆσις ὑποκοριστικῶν, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2. 15.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 c. ὑποκόρισμα;
2 usage de diminutifs.
Étymologie: ὑποκορίζω.
Greek Monolingual
ο / ὑποκορισμός, ΝΜΑ ὑποκορίζομαι
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υποκορίζομαι
νεοελλ.
μορφολογική και λεξιλογική λειτουργία της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η σμίκρυνση της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, καθώς και οικειότητα ή στοργή ή, αντίθετα, υποβιβασμός και καταφρόνηση.
Greek Monotonic
ὑποκορισμός: ὁ,
I. = το προηγ., σε Πλούτ.
II. χρήση υποκορ., σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
ὑποκορισμός: ὁ
1) ласкательное прозвище Plut.;
2) грам. уменьшительная форма Arst.
Middle Liddell
ὑποκορισμός, οῦ, ὁ,
I. = ὑποκόρισμα, Plut.
II. the use of diminutives, Arist.