ἁλιανθής: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἁλιανθής:''' «расцветающий морем», т. е. пурпурный ([[κόχλος]], [[τρῦχος]] Anth.).
|elrutext='''ἁλιανθής:''' «[[расцветающий морем]]», т. е. пурпурный ([[κόχλος]], [[τρῦχος]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἀνθέω]]<br />[[properly]] sea-[[blooming]]: then = [[ἁλιπόρφυρος]], [[purple]], Anth.
|mdlsjtxt=[ἅλς, [[ἀνθέω]]<br />[[properly]] sea-[[blooming]]: then = [[ἁλιπόρφυρος]], [[purple]], Anth.
}}
}}

Revision as of 09:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιανθής Medium diacritics: ἁλιανθής Low diacritics: αλιανθής Capitals: ΑΛΙΑΝΘΗΣ
Transliteration A: halianthḗs Transliteration B: halianthēs Transliteration C: alianthis Beta Code: a(lianqh/s

English (LSJ)

ές, prop. A sea-blooming, hence = ἁλιπόρφυρος, bright purple, AP5.227 (Paul. Sil.), 7.705 (Antip.), cj.in Orph.A.586.

German (Pape)

[Seite 95] ές, meerblühend, purpurfarbig, τρῦχος Ant. Th. 34 (VII, 705); κόχλος Paul. Sil. (V, 228).

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιανθής: -ές, κυρίως ὁ ἐκ τῆς θαλάσσης ἔχων τὸ ἀνθηρὸν αὑτοῦ χρῶμα, διὸ = ἁλιπόρφυρος, λαμπρὸν πορφυροῦν ἔχον χρῶμα, Ἀνθ. Π. 5. 228., 7. 705.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
teint en fleur de mer, càd en pourpre.
Étymologie: ἅλς¹, ἄνθος.

Spanish (DGE)

-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
que florece en el mar e.d. purpúreo, AP 5.228 (Paul.Sil.), 7.705 (Antip.Thess.).

Greek Monolingual

ἁλιανθής, -ὲς (Α)
αυτός που βλαστάνει στη θάλασσα, που έχει το λαμπρό χρώμα της πορφύρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -ανθὴς < ἄνθος.

Greek Monotonic

ἁλιανθής: -ές (ἅλς, ἀνθέω), αρχικά, αυτός που ανθίζει από τη θάλασσα· έπειτα = ἁλιπόρφυρος, πορφυρός, μωβ, βυσσινί, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιανθής: «расцветающий морем», т. е. пурпурный (κόχλος, τρῦχος Anth.).

Middle Liddell

[ἅλς, ἀνθέω
properly sea-blooming: then = ἁλιπόρφυρος, purple, Anth.