καταπειράζω: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)«([\p{Cyrillic}\s]+)»" to "«$1»") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπειράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> испытывать, подвергать испытанию, тж. пытаться разузнать (τὴν ψῆφόν τινος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> делать попытку нападения или захвата, | |elrutext='''καταπειράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> испытывать, подвергать испытанию, тж. пытаться разузнать (τὴν ψῆφόν τινος Lys.);<br /><b class="num">2)</b> делать попытку нападения или захвата, «[[прощупывать]]» (τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 09:10, 20 August 2022
English (LSJ)
fut. A -πειράσω Lys.30.34:— make an attempt on, τήν τινος ψῆφον Lys. l. c.; τοὺς τόπους LXX 2 Ma. 13.18; τοὺς στρατηγούς Inscr.Prien.111.135 (i B. C.). 2 c. gen., make trial of, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Plb.4.11.6, 4.13.5, cf.PAmh.2.134.3 (ii A. D.):—also in Med., Herod.Med. ap. Orib.10.40.5.
German (Pape)
[Seite 1368] versuchen, auf die Probe stellen; τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες εἰσεληλύθαμεν εἰς τὸ δικαστήριον Lys. 30, 34; gew. c. gen., τῶν πολεμίων Pol. 4, 11, 6, τῆς πόλεως ib. 13, 5, vom Angriff, die Eroberung versuchen; pass., Pol. 2, 65, 3, wie καταπειραθεὶς ὑπ' ἀῤῥωστίας (von καταπειράω), geschwächt, D. Sic. 17, 107.
Greek (Liddell-Scott)
καταπειράζω: κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω, προσπαθῶ νὰ ἀποκτήσω, τὴν ψῆφόν τινος Λυσ. 186, 29· τοὺς τόπους Ἑβδ. (Β' Μακκ. ΙΓ', 18). 2) μετὰ γεν., δοκιμάζω τι νὰ προσβάλω, νὰ κατακτήσω τι, τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως, Πολύβ. 4. 11, 6., 13, 5. καὶ τὸ παθητ., ἐξ ἐφόδου καταπειράζεσθαι ὁ αὐτ. 2. 65, 13.
French (Bailly abrégé)
faire une tentative sur, chercher (à obtenir, à connaître, etc.) acc..
Étymologie: κατά, πειράζω.
Greek Monolingual
καταπειράζω (Α)
(επιτ. τ. του πειράζω)
1. καταβάλλω προσπάθεια, επιχειρώ δοκιμαστικά, δοκιμάζω επίμονα, προσπαθώ να αποκτήσω («τὴν ὑμετέραν ψῆφον καταπειράσοντες», Λυσ.)
2. δοκιμάζω να προσβάλω, να κατακτήσω κάτι («καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολύβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πειράζω «προσπαθώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πειράζω op de proef stellen.
Russian (Dvoretsky)
καταπειράζω:
1) испытывать, подвергать испытанию, тж. пытаться разузнать (τὴν ψῆφόν τινος Lys.);
2) делать попытку нападения или захвата, «прощупывать» (τῶν πολεμίων, τῆς πόλεως Polyb.).