χρυσοπλόκαμος: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
|||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' златокудрый ([[Λητώ]] HH). | |elrutext='''χρῡσοπλόκᾰμος:''' [[златокудрый]] ([[Λητώ]] HH). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,<br />[[golden]]-haired, Hhymn. | |mdlsjtxt=χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,<br />[[golden]]-haired, Hhymn. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:57, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A goldenhaired, h.Ap.205, Tim.Pers.138.
German (Pape)
[Seite 1381] mit goldenen Locken, goldlockig, H. h. Ap. 205.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, ὁ ἔχων χρυσοῦς πλοκάμους, Ὕμν. Ὀμ. εἰς Ἀπόλλ. 205.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux boucles ou aux tresses d’or.
Étymologie: χρυσός, πλόκαμος.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσοπλόκαμος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει χρυσούς πλοκάμους, χρυσομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + πλόκαμος «πλεξούδα» (πρβλ. ὀφιο-πλόκαμος)].
Greek Monotonic
χρῡσοπλόκᾰμος: -ον, χρυσόμαλλος, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοπλόκᾰμος: златокудрый (Λητώ HH).
Middle Liddell
χρῡσο-πλόκᾰμος, ον,
golden-haired, Hhymn.