διασκιρτάω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δὲ παράκλητος, τὸ πνεῦμα τὸ ἅγιον ὃ πέμψει ὁ πατὴρ ἐν τῷ ὀνόματί μου, ἐκεῖνος ὑμᾶς διδάξει πάντα καὶ ὑπομνήσει ὑμᾶς πάντα ἃ εἶπον ὑμῖν → but the Comforter, which is the Holy Ghost, whom the Father will send in my name, he shall teach you all things, and bring all things to your remembrance, whatsoever I have said unto you

Source
m (Text replacement - " LXX " to " LXX ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διασκιρτάω:''' подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
|elrutext='''διασκιρτάω:''' [[подпрыгивать]], [[брыкаться]] (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 11:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκιρτάω Medium diacritics: διασκιρτάω Low diacritics: διασκιρτάω Capitals: ΔΙΑΣΚΙΡΤΑΩ
Transliteration A: diaskirtáō Transliteration B: diaskirtaō Transliteration C: diaskirtao Beta Code: diaskirta/w

English (LSJ)

A leap about, LXX Wi.19.9, Plu.Eum.11, Philostr.Jun. Im.10.

German (Pape)

[Seite 602] aus einander, umher springen, Plut. Eum. 11.

Greek (Liddell-Scott)

διασκιρτάω: πηδῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις ἢ μακράν, Πλούτ. Εὐμ. 11.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
bondir çà et là.
Étymologie: διά, σκιρτάω.

Spanish (DGE)

1 intr., de anim. saltar, dar brincos τοῖς μὲν ὀπισθίοις ... διεσκίρτων σκέλεσι saltaban sobre sus patas traseras de caballos, Plu.Eum.11, cf. Gr.Nyss.M.46.572D, Hippiatr.Cant.1.1
retozar, triscar ὡς ἀμνοὶ διεσκίρτησαν LXX Sap.19.9, ὁρᾷς δὲ καὶ διασκιρτῶντα τοῦ ὄρους θρέμματα Philostr.Iun.Im.10.17
en sent. fig., de pers. saltar, dar saltos de alegría διεσκίρτα τὰ τῷ προστάγματι τοῦ θεοῦ ζωογονηθέντα βοτά Gr.Nyss.Hom.Opif.1, διασκιρτᾷ μου ἡ ψυχὴ βλέπουσα Leont.Mon.Nat.432.
2 tr. voltear, hacer dar vueltas τὸ σῶμα por efecto de la fiebre, Plu.2.501c.

Greek Monotonic

διασκιρτάω: μέλ. -ήσω, πηδώ ολόγυρα ή απομακρύνομαι πηδώντας, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διασκιρτάω: подпрыгивать, брыкаться (ὀπισθίοις διεσκίρτων σκέλεσι, sc. οἱ ἵπποι Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-σκιρτάω rondspringen.

Middle Liddell

fut. ήσω
to leap about or away, Plut.