κορδυβαλλώδης: Difference between revisions

From LSJ

τάπερ πάθομεν ἄχεα πρός γε τῶν τεκομένων → the pains which we have suffered, and, indeed, from our own parent | the pains which we have suffered, and those even from the one who brought us into the world | the pains we have suffered, and from a parent, too

Source
(3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κορδυβαλλώδης:''' утоптанный трамбовкой, утрамбованный, плотно убитый ([[πέδον]] Luc.).
|elrutext='''κορδυβαλλώδης:''' [[утоптанный трамбовкой]], [[утрамбованный]], [[плотно убитый]] ([[πέδον]] Luc.).
}}
}}

Latest revision as of 11:10, 20 August 2022

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
enfoncé ou aplani à coups de hie.
Étymologie: p. *κορδυλοβαλλώδης, de κορδύλη, βάλλω, -ωδης.

Greek Monolingual

κορδυβαλλώδης -ῶδες (Α)
(μόνο στη φρ.) «κορδυβαλλῶδες πέδον» (αντί κορδυλοβαλλώδες)
ισοπεδωμένο έδαφος, πατημένο, χτυπημένο με κορδύλη, με ρόπαλο, λιθόστρωτο (Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορδυλο-βαλλ-ώδης < κορδύλη + βάλλ-ω + κατάλ. -ώδης
η σίγηση του -λο- με συλλαβική ανομοίωση].

Russian (Dvoretsky)

κορδυβαλλώδης: утоптанный трамбовкой, утрамбованный, плотно убитый (πέδον Luc.).