εὐκατάλλακτος: Difference between revisions
From LSJ
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐκατάλλακτος:''' легко примиряющийся, незлопамятный Arst. | |elrutext='''εὐκατάλλακτος:''' [[легко примиряющийся]], [[незлопамятный]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:17, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A easily appeased, placable, opp. μνησίκακος, Arist.Rh.1381b5, cf. Vit.Philonid.p.3C., LXX 3 Ma.5.13. Adv. -τως, ἔχειν πρός τινας Sch.S.Aj.1345.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht auszusöhnen, Arist. rhet. 2, 4. – Adv., Schol. Soph. Ai. 1345.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάλλακτος: -ον, εὐκόλως διαλλατόμενος, καταπραϋνόμενος, Ἀριστ. Ρητ. 2. 4, 17. - Ἐπίρρ. -τως, Σχόλ. εἰς Σοφ. Αἴ. 1344.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à apaiser.
Étymologie: εὖ, καταλλάσσω.
Greek Monolingual
εὐκατάλλακτος, -ον (Α)
αυτός που κατευνάζεται, που καταπραΰνεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατ-αλλακτος (< κατ-αλλάσσω «συμφιλιώνω»), πρβλ. ακατάλλακτος, δυσκατ-άλλακτος].
Russian (Dvoretsky)
εὐκατάλλακτος: легко примиряющийся, незлопамятный Arst.